Το "dimitir" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "dimitir" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /di.mi.'tir/.
Η λέξη "dimitir" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της παραίτησης από μια θέση, εργασία ή αξίωμα. Στη νομική γλώσσα, αναφέρεται συχνά σε δημόσιες ή πολιτικές θέσεις όπου κάποιος αποφασίζει να αποχωρήσει. Η λέξη αυτή είναι τακτικά χρησιμοποιούμενη σε αυτό το πλαίσιο και εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και έχει μια ελαφρώς πιο επίσημη κλίση.
Το "dimitir" είναι σχετικά συχνό στην καθημερινή γλώσσα όταν συζητιούνται θέματα πολιτικής, διοίκησης ή εργασίας.
El ministro decidió dimitir después del escándalo.
(Ο υπουργός αποφάσισε να παραιτηθεί μετά το σκάνδαλο.)
Si no estás feliz en tu trabajo, deberías dimitir.
(Αν δεν είσαι ευτυχισμένος στη δουλειά σου, θα έπρεπε να παραιτηθείς.)
Ella no quería dimitir, pero las circunstancias la obligaron.
(Αυτή δεν ήθελε να παραιτηθεί, αλλά οι περιστάσεις την ανάγκασαν.)
Το "dimitir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Dimitir bajo presión
(Παραιτούμαι υπό πίεση)
Αυτό υποδηλώνει ότι κάποιος αποχωρεί από τη θέση του λόγω εξωτερικών πιέσεων.
Dimitir sin previo aviso
(Παραιτούμαι χωρίς προειδοποίηση)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αποφασίζει να αποχωρήσει ξαφνικά, χωρίς να προειδοποιήσει.
El que dimite, dimite por algo
(Αυτός που παραιτείται, παραιτείται για κάποιο λόγο)
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στο γεγονός ότι οι παραιτήσεις συνήθως συμβαδίζουν με σοβαρούς λόγους ή λόγους δυσαρέσκειας.
Η λέξη "dimitir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dimittere", που σημαίνει "αποδεσμεύω" ή "αφήνω να φύγει".
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την ζητούμενη ανάλυση της λέξης "dimitir".