Η λέξη "diodo" είναι ουσιαστικό.
/djoˈðo/
Ο "diodo" αναφέρεται σε ένα ηλεκτρονικό στοιχείο που επιτρέπει τη ροή ρεύματος σε μία κατεύθυνση μόνο και αντιστέκεται στη ροή στην αντίθετη κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ηλεκτρονικά κυκλώματα και έχει πολλές εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένων των ορθογωνίων κυκλωμάτων, των ανυψωτικών και της ραδιοφωνικής τεχνολογίας. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή στον τεχνικό και ηλεκτρονικό τομέα, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
"Ο διόδος χρησιμοποιείται για να ανορθώσει την εναλλασσόμενη ρεύμα."
"En los circuitos de radio, el diodo ayuda a detectar señales."
Η λέξη "diodo" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς ανήκει κυρίως στον τεχνικό τομέα. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται προτάσεις που τη χρησιμοποιούν με διαφορετικές έννοιες:
"Ο διόδος στο κύκλωμα υπερθερμαίνθηκε και σταμάτησε να λειτουργεί."
"Sin un diodo, la placa estaría expuesta a cortocircuitos."
"Χωρίς έναν διόδο, η πλάκα θα ήταν εκτεθειμένη σε βραχυκυκλώματα."
"El diodo rectificador es clave en la conversión de energía."
Η λέξη "diodo" προέρχεται από τα Ελληνικά "διός" (δύο) και "odos" (οδός), αναφερόμενη στους δύο δρόμους που μπορεί να διανύσει το ρεύμα.
Συνώνυμα: - Ορθογώνιος στοιχείο (rectificador) - Διακόπτης (σε κάποιες περιπτώσεις)
Αντώνυμα: - Αντιστερογονική διαδρομή (σχετικά με ρεύμα σε δύο κατευθύνσεις).