Η λέξη "dios" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈdjos/
Η λέξη "dios" αναφέρεται σε έναν θεό ή σε μια θεότητα, συχνά χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει τον ανώτατο Θεό σε μονοθεϊστικές θρησκείες, αλλά επίσης μπορεί να αναφέρεται σε θεότητες σε πολυθεϊστικές θρησκείες. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε θρησκευτικά όσο και σε κοσμικά πλαίσια.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "dios" είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό λόγο, ιδίως σε θρησκευτικά κείμενα ή λογοτεχνία.
Dios es amor.
(Ο Θεός είναι αγάπη.)
Muchos creen en Dios.
(Πολλοί πιστεύουν στον Θεό.)
Dios nos acompaña siempre.
(Ο Θεός μας συνοδεύει πάντα.)
Η λέξη "dios" είναι παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Cada Dios tiene su santo.
(Κάθε θεός έχει τον άγιό του.)
Συνοδεύει την ιδέα ότι όλοι έχουν τους δικούς τους προστατευόμενους ή πρότυπα.
A Dios rogando y con el mazo dando.
(Να παρακαλείς τον Θεό και να δουλεύεις σκληρά.)
Υποδηλώνει ότι η προσευχή πρέπει να συνοδεύεται από δράση.
Dios aprieta, pero no ahoga.
(Ο Θεός πιέζει, αλλά δεν πνίγει.)
Σημαίνει ότι οι δυσκολίες είναι φυσιολογικές, αλλά δεν είναι ανυπόφορες.
Dios mío, ¿qué he hecho?
(Θεέ μου, τι έχω κάνει;)
Συχνά χρησιμοποιείται σε συγκλονιστικές ή καταθλιπτικές καταστάσεις.
Η λέξη "dios" προέρχεται από την λατινική λέξη "deus", η οποία έχει τις ρίζες της στην προϊστορική ινδοευρωπαϊκή λέξη "deiwos", που σημαίνει "θεϊκός".
Συνώνυμα: - divinidad (θεότητα) - deidad (θεότητα)
Αντώνυμα: - demonio (δαίμονας)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη λέξη "dios" και τις ποικιλόμορφες χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα, επισημαίνοντας τη σημασία και τις πολιτισμικές της διαστάσεις.