Η λέξη "diploma" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα ισπανικά είναι [diˈploma].
Η λέξη "diploma" αναφέρεται σε ένα επίσημο έγγραφο που αποδεικνύει την ολοκλήρωση σπουδών ή την εκπαίδευση σε συγκεκριμένο τομέα. Χρησιμοποιείται για να πιστοποιήσει τις ικανότητες ή τις γνώσεις κάποιου. Στη γλώσσα των ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ίση συχνότητα. Ωστόσο, μπορεί να είναι πιο συχνά εμφανής σε γραπτές μορφές όπως πιστοποιητικά, ακαδημαϊκά έγγραφα και επαγγελματικές αιτήσεις.
Αυτή παρέλαβε το δίπλωμά της από το πανεπιστήμιο πέρυσι.
El diploma es un requisito para conseguir el trabajo que quiero.
Το δίπλωμα είναι προϋπόθεση για να αποκτήσω τη δουλειά που θέλω.
Necesito imprimir mi diploma para la entrevista.
Η λέξη "diploma" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε φράσεις που υποδεικνύουν επίτευξη ή αναγνώριση.
Να έχεις ένα δίπλωμα στα χέρια σου είναι μεγάλη ικανοποίηση.
El diploma abre muchas puertas en el mundo laboral.
Το δίπλωμα ανοίγει πολλές πόρτες στον επαγγελματικό κόσμο.
Sin diploma, es difícil avanzar en la carrera.
Η λέξη "diploma" προέρχεται από το ελληνικό "δίπλωμα", που σημαίνει "διπλωμένο έγγραφο". Στην αρχαία Ελλάδα, τα διπλώματα χρησιμοποιούνταν ως επίσημα έγγραφα που επιβεβαίωναν κάποιες σπουδές ή γνώσεις.