Η λέξη "diputado" είναι ουσιαστικό.
[diputˈaðo]
Η λέξη "diputado" αναφέρεται σε κάποιον που εκλέγεται για να εκπροσωπήσει τους πολίτες σε ένα κοινοβούλιο ή σε κάποιο άλλο νομοθετικό σώμα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πολιτικά συμφραζόμενα και είναι συχνά παρούσα σε επίσημες και δημόσιες συζητήσεις, γεγονός που δείχνει τη σημασία της στο γραπτό και προφορικό λόγο. Στην Ισπανία, οι "diputados" είναι μέλη του Κοινοβουλίου και εκλέγονται σε εθνικό επίπεδο.
Ο βουλευτής παρουσίασε έναν νέο νόμο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Los ciudadanos eligieron a su diputado en las elecciones pasadas.
Οι πολίτες εξέλεξαν τον βουλευτή τους στις προηγούμενες εκλογές.
El diputado defendió su postura en el debate.
Η λέξη "diputado" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα Ισπανικά:
Σημαίνει ότι κάποιος έχει πολιτική εκπροσώπηση σε έναν ισχυρό θεσμό.
El diputado de la oposición cuestionó al gobierno.
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει την κριτική στάση των βουλευτών της αντιπολίτευσης.
Un diputado por distrito.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εκλέγονται οι βουλευτές.
El diputado fue a las comunidades a escuchar a los ciudadanos.
Η λέξη "diputado" προέρχεται από το ρηματικό τύπο "deputar" που σημαίνει "διορίζω" ή "εκλέγω". Η ρίζα της λέξης μπορεί να αναχθεί στη λατινική λέξη "deputare", που σημαίνει "να κατατάξει", "να διορίσει" ή "να εξελεχθεί".
Συνώνυμα: - Legislador (νομοθέτης) - Representante (αντιπρόσωπος)
Αντώνυμα: - Elector (εκλέκτορας) - Ciudadano (πολίτης)
Αυτά τα στοιχεία δείχνουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "diputado" στο ισπανικό γλωσσικό και πολιτικό περιβάλλον.