Το «dique» είναι ουσιαστικό.
/dike/
Η λέξη «dique» αναφέρεται σε μια κατασκευή που έχει ως σκοπό την παροχή προστασίας από πλημμύρες ή την απομόνωση νερού σε μια περιοχή, όπως τα φράγματα σε ποτάμια ή λίμνες. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει τεχνικές κατασκευές τειχών που συγκρατούν ύδατα. Γενικά, η χρήση της λέξης είναι συχνή σε γραπτά κείμενα που αφορούν τη μηχανική, τη γεωλογία και τις περιβαλλοντικές επιστήμες. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
El dique protege la ciudad de inundaciones.
Το φράγμα προστατεύει την πόλη από πλημμύρες.
Los ingenieros están construyendo un dique en el río.
Οι μηχανικοί κατασκευάζουν ένα φράγμα στον ποταμό.
Η λέξη «dique» δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψουν περιπτώσεις που περιγράφουν κατάσταση προστασίας ή περιορισμού. Παρακάτω υπάρχουν κάποιες εκφράσεις:
Hacer un dique de contención.
Να φτιάξεις ένα φράγμα συγκράτησης.
(Σημαίνει να δημιουργήσεις μέτρα προστασίας ή περιορισμού σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.)
El dique se rompió y provocó una inundación.
Το φράγμα έσπασε και προκάλεσε πλημμύρα.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστροφικές συνέπειες από αποτυχία προστασίας.)
Levantar un dique ante los problemas financieros.
Να υψώσεις ένα φράγμα απέναντι στα οικονομικά προβλήματα.
(Εννοεί την ανάγκη να πάρεις μέτρα για να προστατεύσεις τα οικονομικά σου.)
Η λέξη «dique» προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό «dique», που σημαίνει φράγμα, και έχει ρίζες που σχετίζονται με το αρχαίο ελληνικό «τίκτω», που σημαίνει «γεννώ» ή «δημιουργώ».
Συνώνυμα: - barrera (φράγμα) - muro (τοιχος) - obstáculo (εμπόδιο)
Αντώνυμα: - apertura (άνοιγμα) - desbordamiento (υπερχείλιση)
Η λέξη «dique» είναι σημαντική σε διάφορους τομείς της μηχανικής και περιβαλλοντολογίας, ενώ η κατανόηση της χρήσης της μπορεί να βοηθήσει στην ανάλυση σχετικών κειμένων.