Η λέξη "direcciones" είναι ένα ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
/direkθjone̞s/
Η λέξη "direcciones" προέρχεται από το ουσιαστικό "dirección", που σημαίνει "κατεύθυνση" ή "διεύθυνση". Χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε συγκεκριμένες θέσεις ή οδούς σε γεωγραφικό ή διοικητικό πλαίσιο. Στην ισπανική γλώσσα, οι "direcciones" χρησιμοποιούνται συχνά στον προφορικό λόγο και είναι συχνές σε συνομιλίες που αφορούν ταξίδια, μετακινήσεις ή οδηγίες.
Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ιδίως σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι ζητούν ή παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το πώς να φτάσουν κάπου.
Χρειάζομαι τις διευθύνσεις για να φτάσω στο σπίτι του Χουάν.
Las direcciones del mapa son confusas.
Οι διευθύνσεις του χάρτη είναι μπερδεμένες.
¿Puedes darme las direcciones para el restaurante?
Η λέξη "direcciones" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως κάποιες άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με την καθοδήγηση και την πλοήγηση.
Το να ζητάς διευθύνσεις είναι πολύ χρήσιμο όταν ταξιδεύεις.
A veces es mejor seguir las direcciones de un local.
Μερικές φορές είναι καλύτερο να ακολουθείς τις διευθύνσεις ενός ντόπιου.
Las direcciones en la ciudad cambian a menudo.
Οι διευθύνσεις στην πόλη αλλάζουν συχνά.
Nunca te pierdas, siempre pregunta por direcciones.
Η λέξη "direcciones" προέρχεται από το λατινικό "directionem", που σημαίνει "κατεύθυνση" και σχηματίζεται από το ρήμα "dirigere", που σημαίνει "καθοδηγώ" ή "οδηγώ".