Η λέξη "directiva" είναι ουσιαστικό.
/direkˈtiβa/
Η λέξη "directiva" αναφέρεται σε μια οδηγία ή κατευθυντήριο έγγραφο που καθορίζει κανόνες ή κατευθύνσεις, συνήθως σε έναν οργανισμό ή έναν θεσμό. Χρησιμοποιείται κυρίως στο νομικό και διοικητικό πλαίσιο και μπορεί να περιλαμβάνει πολιτικές ή κανονισμούς που οι υπάλληλοι ή τα μέλη μιας οργάνωσης είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και επίσημα έγγραφα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις.
Η κατευθυντήρια γραμμή καθορίζει νέους κανόνες ασφαλείας στην εργασία.
Todos los empleados deben seguir la directiva de la empresa sobre el uso de internet.
Η λέξη "directiva" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οργάνωση και τη διαχείριση.
Η κατευθυντήρια γραμμή ήταν σαφής στις οδηγίες για το έργο.
La implementacion de la nueva directiva tendrá un impacto significativo en la productividad.
Η εφαρμογή της νέας οδηγίας θα έχει σημαντική επίδραση στην παραγωγικότητα.
La directiva es responsabilidad de todos en la organización.
Η λέξη "directiva" προέρχεται από το λατινικό "directivus", που σημαίνει "οδηγός" ή "κατευθυντικός". Στα Ισπανικά λοιπόν έχει διατηρήσει την έννοια της καθοδήγησης ή των οδηγιών.
norma (κανόνας)
Αντώνυμα: