Η λέξη "directivo" είναι ουσιαστικό και επίθετο στα Ισπανικά.
/dikˈɾektivo/
Η λέξη "directivo" αναφέρεται σε άτομα που κατέχουν θέσεις ευθύνης ή ηγεσίας σε οργανισμούς ή εταιρείες. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τη θέση (διευθυντής) όσο και την ιδιότητα (διοικητικός). Στα Ισπανικά, η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που αφορούν επιχειρήσεις, διοίκηση και οργανωτικές δομές.
Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ένας κεντρικός διευθυντής στην εταιρεία.
Las decisiones de un directivo afectan a toda la organización.
Η λέξη "directivo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε πλαίσια που αφορούν τη διοίκηση και την επιχείρηση.
Ένας διευθυντής υψηλού επιπέδου πρέπει να παίρνει δύσκολες αποφάσεις.
Ser un directivo implica liderazgo y responsabilidad.
Να είσαι διευθυντής προϋποθέτει ηγεσία και ευθύνη.
Los directivos deben estar preparados para afrontar crisis.
Οι διευθυντές πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κρίσεις.
La relación entre directivos y empleados es fundamental para el éxito.
Η λέξη "directivo" προέρχεται από το ρήμα "dirigir", που σημαίνει "να κατευθύνω" ή "να διευθύνω". Σημαίνει άμεση σύνδεση με τη διαδικασία καθοδήγησης ή διοίκησης.