Το "dirigente" είναι ουσιαστικό στον ενικό αριθμό.
[di.ri.'xen.te]
Η λέξη "dirigente" αναφέρεται σε ένα άτομο που ασκεί εξουσία ή διευθύνει μια ομάδα, οργάνωση ή μια επιχείρηση. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε πολιτικούς, κοινωνικούς και επαγγελματικούς τομείς. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη στις επίσημες συγκεντρώσεις ή κείμενα.
"El dirigente del partido explicará su plan en la reunión."
(Ο διευθυντής του κόμματος θα εξηγήσει το σχέδιο του στη συνάντηση.)
"Es importante que un dirigente escuche las opiniones de los demás."
(Είναι σημαντικό για έναν ηγέτη να ακούει τις απόψεις των άλλων.)
"Ella es una dirigente muy respetada en su comunidad."
(Αυτή είναι μια πολύ σεβαστή διευθύντρια στην κοινότητά της.)
Η λέξη "dirigente" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες αφορούν την ηγεσία και τη διοίκηση.
"Un buen dirigente sabe delegar responsabilidades."
(Ένας καλός διευθυντής ξέρει να αναθέτει ευθύνες.)
"El dirigente debe ser un ejemplo a seguir."
(Ο ηγέτης πρέπει να είναι παράδειγμα προς μίμηση.)
"Los dirigentes deben estar preparados para tomar decisiones difíciles."
(Οι διευθυντές πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να πάρουν δύσκολες αποφάσεις.)
"El éxito de un proyecto depende en gran medida de un dirigente capaz."
(Η επιτυχία ενός έργου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από έναν ικανό ηγέτη.)
"Un dirigente efectivo fomenta un ambiente de trabajo positivo."
(Ένας αποτελεσματικός διευθυντής προάγει ένα θετικό περιβάλλον εργασίας.)
Η λέξη "dirigente" προέρχεται από το ρήμα "dirigir," που σημαίνει "να κατευθύνω" ή "να διοικώ." Προέρχεται από τη λατινική λέξη "dirigere," που είναι σύνθεση από τις λέξεις "dis-" (παρά) και "regere" (να κυβερνώ).
Συνώνυμα:
- Líder (ηγέτης)
- Jefe (αρχηγός)
- Administrador (διαχειριστής)
Αντώνυμα:
- Seguidor (ακολουθός)
- Subordinado (υπάλληλος)
- Dependiente (εξαρτώμενος)