Μορφή του ρήματος "dirigir", το οποίο είναι ένα ρήμα που σημαίνει "καθοδηγώ" ή "διευθύνω".
/diriˈxiðo/
Η λέξη "dirigido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει καθοδηγηθεί ή διευθυνθεί από κάποιον. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλούς τομείς, όπως στην εκπαίδευση, τη στρατιωτική ιεραρχία και τη διοίκηση. Στον προφορικό λόγο, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, αλλά είναι επίσης σημαντική και στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επίσημες και τεχνικές αναφορές.
El proyecto fue dirigido por un experto en el área.
(Το έργο καθοδηγήθηκε από έναν ειδικό στον τομέα.)
La campaña fue dirigida a aumentar la conciencia sobre el medio ambiente.
(Η καμπάνια ήταν αφιερωμένη στην αύξηση της συνείδησης για το περιβάλλον.)
Ενώ η λέξη "dirigido" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν ορισμένες φράσεις που ενσωματώνουν την έννοια του να καθοδηγεί ή να διευθύνει:
Un barco dirigido por un capitán experimentado llega a buen puerto.
(Ένα πλοίο καθοδηγούμενο από έναν έμπειρο καπετάνιο φτάνει σε καλό λιμάνι.)
Cuando estás dirigido hacia un objetivo claro, es más fácil avanzar.
(Όταν είσαι καθοδηγούμενος προς έναν σαφή στόχο, είναι πιο εύκολο να προχωρήσεις.)
Las decisiones deben ser dirigidas por datos y no por emociones.
(Οι αποφάσεις πρέπει να καθοδηγούνται από δεδομένα και όχι από συναισθήματα.)
Η λέξη "dirigido" προέρχεται από τη λατινική λέξη "dirigere", που σημαίνει "να κατευθύνω" ή "να διευθύνω".
Συνώνυμα: - guiado (καθοδηγούμενος) - conducido (οδηγούμενος)
Αντώνυμα: - descontrolado (μη ελεγχόμενος) - desviado (παρεκκλίνων)