dirigir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dirigir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[diriˈxiɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "dirigir" στα ισπανικά σημαίνει να καθοδηγείς, να κατευθύνεις ή να διευθύνεις κάτι. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων όπως η διοίκηση, η καθοδήγηση ομάδων ή οργανισμών, και η κατεύθυνση δραστηριοτήτων. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Voy a dirigir la reunión de mañana.
    (Θα διευθύνω τη συνάντηση αύριο.)

  2. Ella tiene la habilidad de dirigir un equipo con eficacia.
    (Έχει την ικανότητα να διευθύνει μια ομάδα αποτελεσματικά.)

  3. El maestro dirige a sus alumnos en el proyecto.
    (Ο δάσκαλος καθοδηγεί τους μαθητές του στο έργο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "dirigir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Dirigir el barco
    (Να κατευθύνεις το πλοίο) – Σημαίνει να αναλαμβάνεις τον έλεγχο μιας κατάστασης ή ενός έργου.

Πρόταση: Es importante saber dirigir el barco cuando hay tormenta en la empresa.
(Είναι σημαντικό να ξέρεις να κατευθύνεις το πλοίο όταν υπάρχει καταιγίδα στην επιχείρηση.)

  1. Dirigir la atención
    (Να κατευθύνεις την προσοχή) – Σημαίνει να εστιάσεις την προσοχή κάποιων σε κάτι συγκεκριμένο.

Πρόταση: Vamos a dirigir la atención del público hacia el nuevo producto.
(Ας κατευθύνουμε την προσοχή του κοινού στο νέο προϊόν.)

  1. Dirigir con mano firme
    (Να διευθύνεις με σφιχτό χέρι) – Σημαίνει να διευθύνεις με αυστηρότητα και αποφασιστικότητα.

Πρόταση: Un buen líder sabe dirigir con mano firme pero también con empatía.
(Ένας καλός ηγέτης ξέρει να διευθύνει με σφιχτό χέρι αλλά και με ενσυναίσθηση.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "dirigir" προέρχεται από το λατινικό "dirigere", που σημαίνει να καθοδηγείς ή να κατευθύνεις, από το "di-" (κατά) και "regere" (να διευθύνεις).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - guiar (καθοδηγώ) - conducir (οδηγώ) - coordinar (συντονίζω)

Αντώνυμα: - desviar (παρα desviβώ) - abandonar (παρατάω) - ignorar (αγνοώ)



22-07-2024