Ρήμα
[diriˈxiɾ]
Η λέξη "dirigir" στα ισπανικά σημαίνει να καθοδηγείς, να κατευθύνεις ή να διευθύνεις κάτι. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων όπως η διοίκηση, η καθοδήγηση ομάδων ή οργανισμών, και η κατεύθυνση δραστηριοτήτων. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Voy a dirigir la reunión de mañana.
(Θα διευθύνω τη συνάντηση αύριο.)
Ella tiene la habilidad de dirigir un equipo con eficacia.
(Έχει την ικανότητα να διευθύνει μια ομάδα αποτελεσματικά.)
El maestro dirige a sus alumnos en el proyecto.
(Ο δάσκαλος καθοδηγεί τους μαθητές του στο έργο.)
Η λέξη "dirigir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Πρόταση: Es importante saber dirigir el barco cuando hay tormenta en la empresa.
(Είναι σημαντικό να ξέρεις να κατευθύνεις το πλοίο όταν υπάρχει καταιγίδα στην επιχείρηση.)
Πρόταση: Vamos a dirigir la atención del público hacia el nuevo producto.
(Ας κατευθύνουμε την προσοχή του κοινού στο νέο προϊόν.)
Πρόταση: Un buen líder sabe dirigir con mano firme pero también con empatía.
(Ένας καλός ηγέτης ξέρει να διευθύνει με σφιχτό χέρι αλλά και με ενσυναίσθηση.)
Η λέξη "dirigir" προέρχεται από το λατινικό "dirigere", που σημαίνει να καθοδηγείς ή να κατευθύνεις, από το "di-" (κατά) και "regere" (να διευθύνεις).
Συνώνυμα: - guiar (καθοδηγώ) - conducir (οδηγώ) - coordinar (συντονίζω)
Αντώνυμα: - desviar (παρα desviβώ) - abandonar (παρατάω) - ignorar (αγνοώ)