Dirigirse είναι ρήμα.
/diɾiˈxeɾse/
Το ρήμα "dirigirse" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να κατευθύνεται κάποιος προς ένα σημείο ή να απευθύνεται σε κάποιον είτε προφορικά είτε γραπτά. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα ή καθημερινά συμφραζόμενα. Συναντάται συχνά και στο γραπτό μέρος, σε επίσημες αλληλογραφίες, ενώ και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συνεντεύξεις και δημόσιες παρουσίες.
Me voy a dirigir a la audiencia para presentar el proyecto.
(Θα απευθυνθώ στο κοινό για να παρουσιάσω το έργο.)
Es importante dirigirse a las personas con respeto.
(Είναι σημαντικό να απευθύνεσαι στους ανθρώπους με σεβασμό.)
El profesor se dirigió a los estudiantes para explicar el tema.
(Ο καθηγητής απευθύνθηκε στους μαθητές για να εξηγήσει το θέμα.)
Το "dirigirse" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω είναι μερικά παραδείγματα:
Dirigirse al grano.
(Απευθύνομαι στο ψητό.)
Αυτό σημαίνει να πάτε κατευθείαν στο θέμα χωρίς περιστροφές.
Dirigirse a alguien en un tono amistoso.
(Απευθύνομαι σε κάποιον με φιλικό τόνο.)
Χρησιμοποιείται για να δείξει έναν ζεστό και φιλικό τρόπο επικοινωνίας.
No sabes a quién dirigirte.
(Δεν ξέρεις σε ποιον να απευθυνθείς.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι αναποφάσιστος για το ποιον να ρωτήσει ή με ποιον να μιλήσει.
Dirigirse a un público específico.
(Απευθύνομαι σε ένα συγκεκριμένο κοινό.)
Σημαίνει να προσαρμόσετε την παρουσίασή σας ή τα λόγια σας ανάλογα με το ακροατήριο.
Το ρήμα "dirigirse" προέρχεται από το λατινικό "dirigere", που σημαίνει "να κατευθύνει".
Συνώνυμα: - Asumir - Encaminarse
Αντώνυμα: - Desviarse - Alejarse