dirigirse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dirigirse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Dirigirse είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/diɾiˈxeɾse/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Το ρήμα "dirigirse" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να κατευθύνεται κάποιος προς ένα σημείο ή να απευθύνεται σε κάποιον είτε προφορικά είτε γραπτά. Χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημα ή καθημερινά συμφραζόμενα. Συναντάται συχνά και στο γραπτό μέρος, σε επίσημες αλληλογραφίες, ενώ και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συνεντεύξεις και δημόσιες παρουσίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Me voy a dirigir a la audiencia para presentar el proyecto.
    (Θα απευθυνθώ στο κοινό για να παρουσιάσω το έργο.)

  2. Es importante dirigirse a las personas con respeto.
    (Είναι σημαντικό να απευθύνεσαι στους ανθρώπους με σεβασμό.)

  3. El profesor se dirigió a los estudiantes para explicar el tema.
    (Ο καθηγητής απευθύνθηκε στους μαθητές για να εξηγήσει το θέμα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "dirigirse" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω είναι μερικά παραδείγματα:

  1. Dirigirse al grano.
    (Απευθύνομαι στο ψητό.)
    Αυτό σημαίνει να πάτε κατευθείαν στο θέμα χωρίς περιστροφές.

  2. Dirigirse a alguien en un tono amistoso.
    (Απευθύνομαι σε κάποιον με φιλικό τόνο.)
    Χρησιμοποιείται για να δείξει έναν ζεστό και φιλικό τρόπο επικοινωνίας.

  3. No sabes a quién dirigirte.
    (Δεν ξέρεις σε ποιον να απευθυνθείς.)
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι αναποφάσιστος για το ποιον να ρωτήσει ή με ποιον να μιλήσει.

  4. Dirigirse a un público específico.
    (Απευθύνομαι σε ένα συγκεκριμένο κοινό.)
    Σημαίνει να προσαρμόσετε την παρουσίασή σας ή τα λόγια σας ανάλογα με το ακροατήριο.

Ετυμολογία

Το ρήμα "dirigirse" προέρχεται από το λατινικό "dirigere", που σημαίνει "να κατευθύνει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Asumir - Encaminarse

Αντώνυμα: - Desviarse - Alejarse



22-07-2024