Το "dirimir" είναι ρήμα.
/di.ɾi.ˈmiɾ/
Η λέξη "dirimir" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται στη διαδικασία επίλυσης ή διευθέτησης μιας διαφοράς ή μιας αντιπαράθεσης, συνήθως μέσω δικαστικής απόφασης ή συμφωνίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή σε νομικά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στον καθημερινό λόγο, κυρίως σε γραπτές επικοινωνίες. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο δικαστής έπρεπε να επιλύσει τη διαμάχη μεταξύ των μερών.
Es importante dirimir cualquier desacuerdo antes de firmar el contrato.
Είναι σημαντικό να επιλύσετε οποιαδήποτε διαφωνία πριν υπογράψετε τη σύμβαση.
Ambas partes acordaron dirimir sus diferencias de manera pacífica.
Η λέξη "dirimir" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένα συμφραζόμενα που αφορούν την επίλυση διαφορών.
Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία επίλυσης διαφορών μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων ή οργανισμών.
Dirimir una cuestión.
Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε αποφάσεις ή νομολογίες που αφορούν νομικά ζητήματα.
Dirimir la disputa.
Η λέξη "dirimir" προέρχεται από το λατινικό "dirimere", το οποίο σημαίνει "να χωρίσει" ή "να αποκαταστήσει". Η χρήση της εξελίχθηκε για να περιγράψει την επίλυση διαφορών.
Συνώνυμα: - Resolver - Solucionar - Aclarar
Αντώνυμα: - Agravar - Complicar - Intensificar
Αυτά παρέχουν μια καλή εικόνα της σημασίας και της χρήσης της λέξης "dirimir" στην ισπανική γλώσσα.