Η λέξη "discapacidad" είναι ουσιαστικό.
/dis.kapa.ði.ðad/
Η λέξη "discapacidad" αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση που περιορίζει την ικανότητα ενός ατόμου να εκτελεί συγκεκριμένες δραστηριότητες ή να συμμετέχει πλήρως στην κοινωνία. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας για να περιγράψει καταστάσεις που αφορούν σωματικές, γνωστικές ή ψυχικές περιορισμούς. Η λέξη είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, δεδομένου ότι οι συζητήσεις σχετικά με την αναπηρία είναι κοινές.
Οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν δικαίωμα να έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.
Es fundamental promover la inclusión de personas con discapacidad en la sociedad.
Είναι θεμελιώδες να προωθήσουμε την ένταξη των ατόμων με αναπηρία στην κοινωνία.
La discapacidad no define a la persona, sino que es solo una parte de su vida.
Η λέξη "discapacidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Να αντιμετωπίζεις την αναπηρία με θάρρος."
"La sociedad debe eliminar barreras para las personas con discapacidad."
"Η κοινωνία πρέπει να εξαλείψει τα εμπόδια για τα άτομα με αναπηρία."
"La educación inclusiva apoya a los estudiantes con discapacidad."
"Η ενσωματωμένη εκπαίδευση υποστηρίζει τους μαθητές με αναπηρία."
"Las personas con discapacidad tienen mucho que aportar."
"Οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν πολλά να προσφέρουν."
"El deporte adaptado es fundamental para la integración de personas con discapacidad."
Η λέξη "discapacidad" προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" (που σημαίνει έλλειψη ή δυσκολία) και την λέξη "capacidad" (ικανότητα). Έτσι, "discapacidad" σημαίνει έλλειψη ικανότητας.
Συνώνυμα: - incapacidad (αδυναμία) - minusvalía (αναπηρία)
Αντώνυμα: - capacidad (ικανότητα) - habilidad (ικανότητα)