discapacidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

discapacidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "discapacidad" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/dis.kapa.ði.ðad/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "discapacidad" αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση που περιορίζει την ικανότητα ενός ατόμου να εκτελεί συγκεκριμένες δραστηριότητες ή να συμμετέχει πλήρως στην κοινωνία. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας για να περιγράψει καταστάσεις που αφορούν σωματικές, γνωστικές ή ψυχικές περιορισμούς. Η λέξη είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, δεδομένου ότι οι συζητήσεις σχετικά με την αναπηρία είναι κοινές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Las personas con discapacidad tienen derecho a acceder a servicios básicos.
  2. Οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν δικαίωμα να έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.

  3. Es fundamental promover la inclusión de personas con discapacidad en la sociedad.

  4. Είναι θεμελιώδες να προωθήσουμε την ένταξη των ατόμων με αναπηρία στην κοινωνία.

  5. La discapacidad no define a la persona, sino que es solo una parte de su vida.

  6. Η αναπηρία δεν προσδιορίζει το άτομο, αλλά είναι μόνο ένα μέρος της ζωής του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "discapacidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. "Afrontar la discapacidad con valentía."
  2. "Να αντιμετωπίζεις την αναπηρία με θάρρος."

  3. "La sociedad debe eliminar barreras para las personas con discapacidad."

  4. "Η κοινωνία πρέπει να εξαλείψει τα εμπόδια για τα άτομα με αναπηρία."

  5. "La educación inclusiva apoya a los estudiantes con discapacidad."

  6. "Η ενσωματωμένη εκπαίδευση υποστηρίζει τους μαθητές με αναπηρία."

  7. "Las personas con discapacidad tienen mucho que aportar."

  8. "Οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν πολλά να προσφέρουν."

  9. "El deporte adaptado es fundamental para la integración de personas con discapacidad."

  10. "Ο προσαρμοσμένος αθλητισμός είναι θεμελιώδους σημασίας για την ενσωμάτωσή των ατόμων με αναπηρία."

Ετυμολογία

Η λέξη "discapacidad" προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" (που σημαίνει έλλειψη ή δυσκολία) και την λέξη "capacidad" (ικανότητα). Έτσι, "discapacidad" σημαίνει έλλειψη ικανότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incapacidad (αδυναμία) - minusvalía (αναπηρία)

Αντώνυμα: - capacidad (ικανότητα) - habilidad (ικανότητα)



23-07-2024