Η λέξη "discapacidad profesional" στα Ισπανικά είναι ένα συνθετικό ουσιαστικό που αποτελείται από τις λέξεις "discapacidad" (αναπηρία) και "profesional" (επαγγελματικός).
Φωνητική μεταγραφή: /diskapaθiðað pɾofesjonal/
Ελληνική μετάφραση: επαγγελματική αναπηρία
Η έκφραση "discapacidad profesional" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην αναπηρία που προκύπτει από εργασιακό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως στον τομέα της ιατρικής και του εργατικού δικαίου.
Η λέξη "discapacidad" προέρχεται από τα ισπανικά "dis-" (δυσ-) και "capacidad" (ικανότητα), ενώ η λέξη "profesional" προέρχεται από τα ισπανικά "profesión" (επάγγελμα).