Discapacitado είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Λατινικά Ισπανικά: /diskapaθiˈðaðo/
Η λέξη discapacitado χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει περιορισμούς στη σωματική ή ψυχική του ικανότητα, συχνά λόγω μιας αναπηρίας ή μιας παθολογικής κατάστασης. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται σε νομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα.
Αυτή η λέξη είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε συζητήσεις ή κείμενα που σχετίζονται με τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και την προσβασιμότητα.
Ο αναπήρος έχει δικαίωμα να λαμβάνει βοήθεια.
Es importante apoyar a los discapacitados en su integración social.
Η λέξη discapacitado μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με τα δικαιώματα και την κοινωνική αποδοχή.
Ο νόμος προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία.
Crear espacios accesibles es fundamental para los discapacitados.
Η δημιουργία προσβάσιμων χώρων είναι θεμελιώδης για τα άτομα με αναπηρία.
Los discapacitados merecen igualdad de oportunidades.
Τα άτομα με αναπηρία αξίζουν ίσες ευκαιρίες.
Se requieren políticas inclusivas para los discapacitados.
Απαιτούνται πολιτικές συμπερίληψης για τα άτομα με αναπηρία.
El apoyo emocional es vital para los discapacitados.
Η λέξη discapacitado προέρχεται από το επίθετο "discapacidad", που προέρχεται από το λατινικό "dis-" (χωρίς) και "capax" (ικανός), που σημαίνει "χωρίς ικανότητα".
Συνώνυμα: - Invidente (τυφλός) - Minusválido (ανάπηρος)
Αντώνυμα: - Capaz (ικανός) - Saludable (υγιής)