Ρήμα
/diskerˈniɾ/
Η λέξη "discernir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ικανότητα να αναγνωρίζεις ή να διακρίνεις κάτι ανάμεσα σε άλλα στοιχεία. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στην ικανότητα να αναλύεις καταστάσεις ή αποδείξεις προκειμένου να βγάλεις συμπεράσματα ή να λάβεις αποφάσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συνομιλίες. Ωστόσο, είναι πιο συνηθισμένη σε ακαδημαϊκά και νομικά συμφραζόμενα.
Es importante discernir entre lo real y lo imaginario.
(Είναι σημαντικό να διακρίνεις ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό.)
El juez debe discernir los hechos antes de tomar una decisión.
(Ο δικαστής πρέπει να διακρίνει τα γεγονότα πριν από την απόφαση.)
Para discernir el significado de un texto, es necesario conocer el contexto.
(Για να διακρίνεις τη σημασία ενός κειμένου, είναι απαραίτητο να γνωρίζεις το πλαίσιο.)
Η λέξη "discernir" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που εκφράζουν την ικανότητα κρίσης ή διάκρισης:
Discernir la verdad entre tantas mentiras.
(Να διακρίνεις την αλήθεια ανάμεσα σε τόσα ψέματα.)
No todos saben discernir lo bueno de lo malo.
(Δεν ξέρουν όλοι να διακρίνουν το καλό από το κακό.)
Es difícil discernir las intenciones detrás de sus palabras.
(Είναι δύσκολο να διακρίνεις τις προθέσεις πίσω από τα λόγια του.)
Discernir entre la ética y la legalidad es fundamental en el derecho.
(Η διάκριση ανάμεσα στην ηθική και τη νομιμότητα είναι βασική στο δίκαιο.)
Η λέξη "discernir" προέρχεται από το λατινικό "discernere", που σημαίνει "να ξεχωρίζω" ή "να διακρίνω", το οποίο είναι σύνθεση του "dis-" (μακριά) και "cernere" (να ξεχωρίζω).