Η λέξη "disciplina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "disciplina" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /dis.kiˈpli.na/.
Η λέξη "disciplina" αναφέρεται σε μια σειρά κανόνων, κανονισμών ή ηθικών αρχών που ρυθμίζουν μια συμπεριφορά ή μια διαδικασία. Συνήθως χρησιμοποιείται στις εκπαίδευση, στο στρατό, στην οικονομία και σε άλλες οργανωμένες δομές. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά παρατηρείται περισσότερη παρουσία σε γραπτά κείμενα.
El estudiante mostró una gran disciplina en sus estudios.
(Ο μαθητής έδειξε μεγάλη πειθαρχία στις σπουδές του.)
La disciplina es esencial en el entrenamiento militar.
(Η πειθαρχία είναι απαραίτητη στην στρατιωτική εκπαίδευση.)
Necesitamos imponer disciplina en el equipo para alcanzar nuestros objetivos.
(Πρέπει να επιβάλουμε πειθαρχία στην ομάδα για να πετύχουμε τους στόχους μας.)
Tener disciplina en la vida diaria.
(Να έχεις πειθαρχία στην καθημερινή ζωή.)
Falta de disciplina puede llevar al fracaso.
(Η έλλειψη πειθαρχίας μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία.)
La disciplina es la madre de la excelencia.
(Η πειθαρχία είναι η μητέρα της αριστείας.)
Es importante inculcar disciplina en los niños.
(Είναι σημαντικό να ενσταλαχθεί πειθαρχία στα παιδιά.)
Disciplina y esfuerzo son claves para el éxito.
(Η πειθαρχία και η προσπάθεια είναι κλειδιά για την επιτυχία.)
Η λέξη "disciplina" προέρχεται από το λατινικό "disciplina", που σημαίνει "διδασκαλία" ή "γνώση". Η ρίζα της "discere" σημαίνει "μάθω."
Συνώνυμα: - Control - Orden - Régimen
Αντώνυμα: - Caos - Desorganización - Indisciplina