Το "discontinuo" είναι επίθετο.
/dis.konˈti.nwo/
Η λέξη "discontinuo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι συνεχές, που έχει διακοπές ή που δεν ακολουθεί μια ομαλή ροή. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορους τομείς, όπως η φυσική, η ιατρική και τα μαθηματικά. Στη φυσική, για παράδειγμα, αναφέρεται σε φαινόμενα που δεν παρουσιάζουν σταθερή ροή. Στην ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε συμπτώματα που δεν είναι συνεχόμενα. Αν και χρησιμοποιείται και στο προφορικό και στο γραπτό λόγο, η συχνότητά της μπορεί να είναι υψηλότερη σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα.
"El espacio entre las partículas es discontinuo, lo que afecta la presión."
"Ο χώρος ανάμεσα στα σωματίδια είναι διακεκομμένος, κάτι που επηρεάζει την πίεση."
"La luz en este material es dispersa y discontinuo."
"Το φως σε αυτό το υλικό είναι διασκορπισμένο και ασυνεχές."
Η λέξη "discontinuo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις:
"Un camino discontinuo puede ser difícil de seguir."
"Ένας διακεκομμένος δρόμος μπορεί να είναι δύσκολος στο να ακολουθηθεί."
"El crecimiento discontinuo de las empresas puede indicar problemas financieros."
"Η ασυνεχής ανάπτυξη των επιχειρήσεων μπορεί να υποδηλώνει οικονομικά προβλήματα."
"El aprendizaje discontinuo a menudo lleva a confusión en los estudiantes."
"Η ασυνεχής μάθηση συχνά οδηγεί σε σύγχυση στους μαθητές."
"Durante el experimento, tuvimos resultados discontinuos que generaron preguntas."
"Κατά τη διάρκεια του πειράματος, είχαμε διακεκομμένα αποτελέσματα που προκάλεσαν ερωτήσεις."
Η λέξη "discontinuo" προέρχεται από το λατινικό "discontinuus", το οποίο σημαίνει "ασυνεχής". Η πρόθεση "dis-" δηλώνει διακοπή ή απόσταση, ενώ η ρίζα "-continuus" σημαίνει "συνεχώς".
Συνώνυμα:
- interrumpido (διακοπτόμενος)
- no continuo (μη συνεχής)
Αντώνυμα:
- continuo (συνεχής)
- uniforme (ομοιόμορφος)