Ο όρος "discoteca" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /diskoˈteka/
Η λέξη "discoteca" αναφέρεται συνήθως σε έναν χώρο όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να χορέψουν και να διασκεδάσουν ακούγοντας μουσική, συνήθως DJ ή ηχοσύστημα που παίζει ηχογραφήσεις. Είναι ένας δημοφιλής χώρος στον οποίο συμβαίνουν κοινωνικές εκδηλώσεις και μπορεί να περιλαμβάνει μπαρ, φωτισμό και άλλες ανέσεις.
Η χρήση της λέξης "discoteca" είναι αρκετά συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς πολλές συζητήσεις σχετικά με κοινωνικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν αναφορές σε ντισκοτέκ. Σε γραπτό πλαίσιο, η λέξη είναι λιγότερο συχνή εάν συζητείται συνήθως ένα επίσημο ή επαγγελματικό θέμα.
Σήμερα θα πάμε στη ντισκοτέκ με φίλους.
La discoteca tiene una buena selección de música.
Η ντισκοτέκ έχει μια καλή επιλογή μουσικής.
Ellos se conocieron en una discoteca hace años.
Η λέξη "discoteca" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που σχετίζονται με τη διασκέδαση και τη νυχτερινή ζωή:
Να περάσετε τη νύχτα στη ντισκοτέκ.
Ir de discoteca.
Να πάτε νυχτερινή έξοδο (σε ντισκοτέκ).
No hay mejor lugar para bailar que la discoteca.
Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να χορέψετε από τη ντισκοτέκ.
La discoteca se llena los fines de semana.
Η ντισκοτέκ γεμίζει τα Σαββατοκύριακα.
Me encanta la atmósfera de la discoteca.
Η λέξη "discoteca" προέρχεται από το γαλλικό "discothèque", το οποίο από τη σειρά του προέρχεται από τη λέξη "disque" που σημαίνει "δίσκος" και το ελληνικό "θήκη". Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει χώρο αποθήκευσης ηχογραφημένων δίσκων.
Συνώνυμα: - Club - Sala de baile
Αντώνυμα: - Casa - Oficina
Η λέξη "discoteca" είναι αναμφισβήτητα ενσωματωμένη στη σύγχρονη κουλτούρα, με τις ντισκοτέκ να αποτελούν έναν βασικό προορισμό για κοινωνικοποίηση και διασκέδαση.