Ρήμα (επίθετο)
/diskɾeθiˈonal/
Η λέξη discrecional αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να αποφασισθεί κατά την κρίση του ατόμου που έχει την εξουσία ή την ελευθερία να επιλέγει. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει την εξουσία που έχει μια αρχή ή ένα άτομο να πάρει αποφάσεις με βάση την προσωπική του κρίση και όχι με βάση κάποια προκαθορισμένα σταθερά κριτήρια.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης discrecional είναι σχετικά υψηλή στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικές και διοικητικές κείμενα. Χρησιμοποιείται συχνότερα σε επίσημες ή τεχνικές συζητήσεις απ' ότι στον προφορικό λόγο.
La autoridad tiene un poder discrecional para tomar decisiones.
(Η αρχή έχει μια διακριτική εξουσία για να παίρνει αποφάσεις.)
Las asignaciones presupuestarias son discrecionales del gobierno.
(Οι προϋπολογιστικές αναθέσεις είναι διακριτικές της κυβέρνησης.)
El juez actuó de manera discrecional al decidir el caso.
(Ο δικαστής ενήργησε με διακριτικό τρόπο κατά την απόφαση της υπόθεσης.)
Η λέξη discrecional δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί όμως να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καταστάσεις που αφορούν την κρίση και την ελευθερία επιλογής. Ακολουθούν μερικές εξειδικευμένες προτάσεις:
La política de contratación es discrecional.
(Η πολιτική πρόσληψης είναι διακριτική.)
Tienen un margen discrecional en sus decisiones.
(Έχουν ένα διακριτικό περιθώριο στις αποφάσεις τους.)
La aplicación de la ley es a menudo discrecional.
(Η εφαρμογή του νόμου είναι συχνά διακριτική.)
El uso de fondos públicos puede ser discrecional.
(Η χρήση δημόσιων κεφαλαίων μπορεί να είναι διακριτική.)
Los jueces gozan de cierta libertad discrecional en sus sentencias.
(Οι δικαστές έχουν κάποια διακριτική ελευθερία στις αποφάσεις τους.)
Η λέξη discrecional προέρχεται από το λατινικό "discretionalis", που σημαίνει "αυτό που σχετίζεται με την κρίση", από το "discretio", το οποίο σημαίνει "διάκριση".
Συνώνυμα: - Facultativo (προαιρετικός) - Arbitrario (αυθαίρετος)
Αντώνυμα: - Obligatorio (υποχρεωτικός) - Riguroso (αυστηρός)