discrepancia - ουσιαστικό
[dis.kɾeˈpan.sja]
Η λέξη "discrepancia" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή γεγονός κατά το οποίο δύο ή περισσότερες απόψεις, γεγονότα ή πληροφορίες δεν συμβαδίζουν ή διαφέρουν μεταξύ τους. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, γεωγραφικά και γενικά πλαίσια, για να δηλώσει σύγκρουση ή διαφωνία μεταξύ στοιχείων κ.λπ.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή σε γραπτό αλλά και προφορικό λόγο, ιδίως σε επίσημες ή ακαδημαϊκές συζητήσεις.
La discrepancia entre los informes fue notable.
(Η διαφορά μεταξύ των αναφορών ήταν αξιοσημείωτη.)
Existen discrepancias en las declaraciones de los testigos.
(Υπάρχουν διαφορές στις καταθέσεις των μαρτύρων.)
La discrepancia de datos científicos puede llevar a confusiones.
(Η ασυνέπεια των επιστημονικών δεδομένων μπορεί να προκαλέσει συγχύσεις.)
No hay discrepancia que no se pueda resolver.
(Δεν υπάρχει διαφορά που δεν μπορεί να λυθεί.)
Las discrepancias entre amigos son comunes, pero se pueden discutir.
(Οι διαφορές μεταξύ φίλων είναι συχνές, αλλά μπορούν να συζητηθούν.)
Es importante aclarar cualquier discrepancia antes de tomar una decisión.
(Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί οποιαδήποτε διαφορά πριν από τη λήψη απόφασης.)
Una discrepancia en los números puede causar grandes problemas.
(Μια διαφορά στους αριθμούς μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα.)
Las discrepancias en la política pueden llevar a conflictos.
(Οι διαφορές στην πολιτική μπορεί να οδηγήσουν σε συγκρούσεις.)
Siempre hay una discrepancia entre lo que se dice y lo que se hace.
(Πάντα υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του τι λέγεται και του τι κάνει.)
Es vital abordar la discrepancia antes de que se agrande.
(Είναι ζωτικής σημασίας να αντιμετωπιστεί η διαφορά πριν μεγαλώσει.)
Las discrepancias en la interpretación de la ley pueden ser peligrosas.
(Οι διαφωνίες στην ερμηνεία του νόμου μπορεί να είναι επικίνδυνες.)
Η λέξη "discrepancia" προέρχεται από το λατινικό "discrepantia," που σημαίνει "διαφορά" ή "αναντιστοιχία". Παράγεται από το ρήμα "discrepare," το οποίο συνδυάζει το πρόθεμα "dis-" (μακριά, απο) και το "crepare" (να σπάσει ή να κτυπήσει).