Το "discrepar" είναι ρήμα.
/diskɾeˈpaɾ/
Η λέξη "discrepar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει τη διαφωνία ή να εκφράσει την άποψη που διαφέρει από αυτήν ενός άλλου ατόμου ή ομάδας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει ανάγκη για συζήτηση ή αντιπαράθεση. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο σε επαγγελματική και νομική γραφή.
"Yo discrepo de tu opinión sobre el caso."
(Εγώ διαφωνώ με τη γνώμη σου σχετικά με την υπόθεση.)
"Es normal discrepar en ciertos temas."
(Είναι φυσιολογικό να διαφωνούμε σε ορισμένα θέματα.)
"El jurado puede discrepar en su veredicto."
(Η επιτροπή μπορεί να διαφωνήσει στην απόφασή της.)
Η λέξη "discrepar" δεν συμπεριλαμβάνεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συμπεριληφθεί σε προτάσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή αντιπαραθέσεις. Ακολουθούν ορισμένες εκφράσεις:
"Discrepar con alguien es parte del diálogo."
(Να διαφωνείς με κάποιον είναι μέρος του διαλόγου.)
"No tengo miedo de discrepar en una reunión."
(Δεν φοβάμαι να διαφωνήσω σε μια συνάντηση.)
"Discrepar no significa romper la relación."
(Η διαφωνία δεν σημαίνει ότι θα σπάσουμε τη σχέση.)
"Es saludable discrepar en temas importantes."
(Είναι υγιές να διαφωνούμε σε σημαντικά θέματα.)
"A veces es difícil saber cuándo discrepar."
(Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξέρεις πότε να διαφωνήσεις.)
"Discrepar constructivamente puede llevar a mejores soluciones."
(Η εποικοδομητική διαφωνία μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες λύσεις.)
Η λέξη "discrepar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "discrepare", που σημαίνει "να διαφωνείς" ή "να αποκλίνεις". Ο πρόθεμα "dis-" υποδηλώνει διάσπαση ή διαφορά, ενώ η ρίζα "crep-" σχετίζεται με τον ήχο της κρούσης ή διαφωνίας.
Συνώνυμα: - divergir - diferir
Αντώνυμα: - coincidir - estar de acuerdo