Η λέξη "discreto" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "discreto" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /disˈkɾeto/.
Η λέξη "discreto" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι διακριτικός, προσεκτικός, ή μετρημένος. Μπορεί να αναφέρεται είτε στη συμπεριφορά ενός ατόμου είτε στην κατάθεση πληροφοριών που πρέπει να παραμείνουν ιδιωτικές. Στη γλώσσα των μαθηματικών, σημαίνει επίσης κάτι που είναι «διακριτό» ή «διαφορετικό» από μια ομαλή συνεχή μεταβολή.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και σε γραπτά κείμενα.
Ο άντρας είναι πολύ διακριτικός στον τρόπο που μιλάει.
Es importante ser discreto con la información privada.
Η λέξη "discreto" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η σιωπή είναι διακριτική.
Ser discreto es una virtud.
Να είσαι διακριτικός είναι αρετή.
Mantener la discreción es esencial en los negocios.
Η διατήρηση της διακριτικότητας είναι ουσιώδης στις επιχειρήσεις.
Una persona discreta sabe guardar secretos.
Ένας διακριτικός άνθρωπος ξέρει να κρατά μυστικά.
Es mejor ser discreto que llamar la atención.
Η λέξη "discreto" προέρχεται από το λατινικό "discretus", που σημαίνει «διαχωρισμένος» ή «διακριτός», το οποίο προέρχεται από το ρήμα "discernere" που σημαίνει «διακρίνω» ή «ξεχωρίζω».
Συνώνυμα: - reservado (κλειστός) - cauteloso (προσεκτικός) - prudente (συνετός)
Αντώνυμα: - indiscreto (ανημέρωτος) - ruidoso (θορυβώδης) - ostentoso (επίδειξη)
Αυτή η αναλυτική παρουσίαση καλύπτει τις βασικές πτυχές της λέξης "discreto" στα Ισπανικά.