discriminar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

discriminar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/dis.kɾi.miˈnaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "discriminar" στα Ισπανικά αναφέρεται στη διαδικασία του να διακρίνεις ή να κάνεις διακρίσεις μεταξύ διαφορετικών ατόμων ή ομάδων με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως φυλή, φύλο, ηλικία ή άλλες ιδιότητες. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια, υπονοώντας τις αρνητικές συνέπειες της διάκρισης ή της ανισότητας. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, με προτίμηση στο γραπτό λόγο, ειδικά στα νομικά κείμενα και τις κοινωνικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La ley prohíbe discriminar a las personas por su raza.
    (Ο νόμος απαγορεύει να διακρίνεις τους ανθρώπους με βάση τη φυλή τους.)

  2. Es importante no discriminar en el lugar de trabajo.
    (Είναι σημαντικό να μην διακρίνεις στον χώρο εργασίας.)

  3. Discriminar a alguien por su género es injusto.
    (Η διάκριση κάποιου λόγω φύλου είναι άδικη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "discriminar"

  1. No hay que discriminar por apariencias.
    (Δεν πρέπει να διακρίνουμε βάσει εμφάνισης.)

  2. Discriminar es una forma de injusticia social.
    (Η διάκριση είναι μια μορφή κοινωνικής αδικίας.)

  3. A veces, es difícil no discriminar ante los prejuicios.
    (Μερικές φορές είναι δύσκολο να μην διακρίνεις μπροστά σε προκαταλήψεις.)

  4. Las políticas deben ser instauradas para evitar discriminar a minorías.
    (Πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν για να αποφευχθούν οι διακρίσεις εις βάρος των μειονοτήτων.)

  5. Debemos educar a los jóvenes para que no discriminen a los demás.
    (Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους νέους ώστε να μην διακρίνουν τους άλλους.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "discriminar" προέρχεται από το λατινικό "discriminare", που σημαίνει "να διακρίνω", το οποίο σχηματίζεται από το "dis-" (κατά) και "criminare" (να κρίνω), υποδηλώνοντας τη διαφορά και την κριτική.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- diferenciar (διακρίνω) - separar (χωρίζω)

Αντώνυμα:
- integrar (ενσωματώνω) - unificar (ενώνω)



23-07-2024