Η λέξη "disculpa" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [disˈkul.pa]
Η λέξη "disculpa" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει αίτημα συγχώρεσης ή να ζητήσει συγγνώμη. Στη Νέα Ισπανία, η λέξη μπορεί επίσης να αναφέρεται στην απολογία ή σε μια αφορμή που παρέχεται για να δικαιολογήσει μια ενέργεια. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και ενδέχεται να συναντηθεί τόσο στον προφορικό, όσο και στον γραπτό λόγο.
Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλλω.
Te pido disculpa por llegar tarde.
Σου ζητώ συγγνώμη που άργησα.
La disculpa que dio fue muy convincente.
Η λέξη "disculpa" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Δεν υπάρχει συγχώρεση/δικαιολογία.
Si hay disculpa, es que no hay razón.
Αν υπάρχει δικαιολογία, δεν υπάρχει λόγος.
Dar una disculpa.
Να δώσω μια συγγνώμη/να ζητήσω συγχώρεση.
Una disculpa sincera.
Μια ειλικρινής συγγνώμη.
Utilizar de disculpa.
Να χρησιμοποιήσω ως δικαιολογία.
No hace falta disculpa.
Η λέξη "disculpa" προέρχεται από τα λατινικά "disculpāre", που σημαίνει "να απαλλαγώ από ενοχές ή ευθύνες".
Συνώνυμα: - excusa (δικαιολογία) - perdón (συγχώρεση)
Αντώνυμα: - culpa (ευθύνη) - ofensa (προσβολή)