Το "disculparse" είναι ρήμα.
[dis.kul.'paɾ.se]
Το ρήμα "disculparse" σημαίνει να ζητάς συγγνώμη ή να παραδέχεσαι μια λανθασμένη πράξη. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές και επαγγελματικές αλληλεπιδράσεις για να εκφράσει μετάνοια ή να εξηγήσει κάποια αδυναμία.
Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με μικρές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το πλαίσιο.
Me disculpo por llegar tarde.
(Ζητώ συγγνώμη που αργώ.)
Ella se disculpó por su comportamiento.
(Εκείνη ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά της.)
Es importante disculparse cuando uno comete un error.
(Είναι σημαντικό να ζητάς συγγνώμη όταν κάνεις ένα λάθος.)
Το "disculparse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και αποκατάσταση σχέσεων.
No es fácil disculparse.
(Δεν είναι εύκολο να ζητήσεις συγγνώμη.)
Disculparse no significa que siempre estés equivocado.
(Το να ζητάς συγγνώμη δεν σημαίνει ότι είσαι πάντα λάθος.)
Algunas veces, es mejor disculparse y seguir adelante.
(Κάποιες φορές, είναι καλύτερο να ζητήσεις συγγνώμη και να προχωρήσεις.)
Es más saludable disculparse que guardar rencor.
(Είναι πιο υγιές να ζητάς συγγνώμη παρά να κρατάς κακία.)
Aprender a disculparse es clave para las relaciones.
(Η εκμάθηση του πώς να ζητάς συγγνώμη είναι κλειδί για τις σχέσεις.)
Το "disculparse" προέρχεται από το "disculpa," που σημαίνει συγγνώμη, και το πρόθεμα "des-," που υποδηλώνει την αφαίρεση ή την απομάκρυνση.
Συνώνυμα: - Pedir perdón - Disculpas
Αντώνυμα: - Culpar (να κατηγορείς) - Insistir (να επιμένεις)
Αυτά τα στοιχεία συνοψίζουν τη λέξη "disculparse" και την επεξήγηση της χρήσης της στη γλώσσα των Ισπανικών.