Η λέξη "discursivo" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης “discursivo” σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /dis.kuɾˈsi.βo/.
Στα Ελληνικά, η λέξη "discursivo" μπορεί να μεταφραστεί ως: - συγκριτικός - λογικός (σχετικά με τον λόγο) - διαλογικός
Η λέξη "discursivo" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με διάλογο ή πλήρη έκθεση ιδεών. Στον τομέα της φιλοσοφίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει έναν τύπο σκέψης ή ανάλυσης που ασχολείται περισσότερο με την ανάπτυξη επιχειρημάτων και λιγότερο με την αποδοχή τους ως δεδομένα. Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε γραπτά κείμενα και αναλυτικές συζητήσεις, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά ή διαλεκτικά περιβάλλοντα.
Ο λόγος ήταν πολύ συνοπτικός και επιχειρηματολογικός.
La forma discursiva del diálogo ayuda a aclarar las ideas.
Δεν είναι συνηθισμένο για την λέξη "discursivo" να χρησιμοποιείται σε πολύ συχνές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συμπεριληφθεί σε κάποιες φράσεις:
Μια διαλογική ανάλυση της κατάστασης μας αποκαλύπτει πολλές πτυχές.
La crítica discursiva de los argumentos es esencial en la filosofía.
Η διαλογική κριτική των επιχειρημάτων είναι ουσιώδης στη φιλοσοφία.
En un debate, es importante mantener un enfoque discursivo.
Η λέξη "discursivo" προέρχεται από το λατινικό "discursus", που σημαίνει "δραστηριότητα του λόγου", από τη ρίζα "currere" που σημαίνει "τρέχω" ή "ροή", υποδηλώνοντας την ιδέα της ροής συλλογισμών ή επιχειρημάτων.
Συνώνυμα: - argumentativo - dialéctico
Αντώνυμα: - indiscutible (αδιαμφισβήτητος) - asertivo (κατηγορηματικός)
Αυτή η ανάλυση καλύπτει λεπτομερώς τη λέξη "discursivo" από κάθε σχετικό τομέα.