Discurso είναι ένα ουσιαστικό.
[disˈkuɾso]
Η λέξη discurso αναφέρεται γενικά σε μια οργανωμένη προφορική ή γραπτή παρουσίαση ιδεών ή σκέψεων. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δημόσιων ομιλιών, ακαδημαϊκών παρουσιάσεων ή πολιτικών εκφωνήσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, ειδικά σε δημόσιες εκδηλώσεις.
Ο λόγος του προεδρου ήταν πολύ συγκινητικός.
Ella preparó un discurso impactante para la conferencia.
Αυτή προετοίμασε έναν εντυπωσιακό λόγο για το συνέδριο.
El discurso de graduación dejó una huella inolvidable en todos nosotros.
Η λέξη discurso μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Να κάνεις έναν σαφή και συνοπτικό λόγο.
Discurso de odio.
Ρητορική μίσους.
Discurso populista.
Λαϊκιστικός λόγος.
Dar un discurso.
Να δώσεις έναν λόγο.
El discurso es el espejo de la sociedad.
Η λέξη discurso προέρχεται από το λατινικό discursus, το οποίο σημαίνει "τρέξιμο προς τα δυο" και αναφέρεται σε μια "συνομιλία" ή "συζήτηση".
Συνώνυμα: - Monólogo - Oratoria - Charla
Αντώνυμα: - Silencio - Mudanza (ήσυχη κατάσταση)
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια εκτενή εικόνα της λέξης discurso, τη χρήση και τις διάφορες εκφράσεις που τη συνοδεύουν στην ισπανική γλώσσα.