Ρήμα
/diskuˈtir/
Η λέξη "discutir" στα Ισπανικά σημαίνει τη διαδικασία συζήτησης, ανταλλαγής απόψεων ή αμφισβήτησης σχετικά με ένα θέμα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε επίσημες και ανεπίσημες καταστάσεις. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή στην καθημερινή επικοινωνία, καθώς και σε νόμιμες ή κοινωνικές συζητήσεις. Χρησιμοποιείται περίπου εξίσου και στον προφορικό και γραπτό λόγο.
Es importante discutir los términos del contrato antes de firmarlo.
(Είναι σημαντικό να συζητήσουμε τους όρους της σύμβασης πριν την υπογράψουμε.)
No quiero discutir sobre ese tema, ya que es muy delicado.
(Δεν θέλω να συζητήσω για αυτό το θέμα, καθώς είναι πολύ ευαίσθητο.)
Η λέξη "discutir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις των Ισπανικών, οι οποίες συχνά περιλαμβάνουν την έννοια της διαφωνίας ή της συζήτησης.
Discutir a cal y canto
(Να κάνω μια εξαντλητική συζήτηση)
Al discutir a cal y canto sobre el tema, llegamos a un acuerdo.
(Συζητώντας εξαντλητικά το θέμα, φτάσαμε σε μια συμφωνία.)
Discutir en vano
(Να συζητώ μάταια)
Estuvimos discutiendo en vano, nadie cambió de opinión.
(Συζητούσαμε μάταια, κανείς δεν άλλαξε γνώμη.)
No hay nada que discutir
(Δεν υπάρχει τίποτα προς συζήτηση)
Ante la evidencia, no hay nada que discutir.
(Μπροστά στα αποδεικτικά στοιχεία, δεν υπάρχει τίποτα προς συζήτηση.)
Η λέξη "discutir" προέρχεται από το λατινικό "discutere", που σημαίνει "να χτυπήσω", "να διαχωρίσω" ή "να σκέφτομαι προσεκτικά". Η σύνθεση της λέξης, "dis-" και "cutere", υποδηλώνει την έννοια του να διαχωρίσεις ή να αναλύσεις ένα θέμα.
Συνώνυμα: - debatir (να αντιταχθώ) - argumentar (να επιχειρηματολογώ)
Αντώνυμα: - aceptar (να αποδεχτώ) - acordar (να συμφωνήσω)