Το "disecar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "disecar" είναι /diseˈkar/.
Το ρήμα "disecar" σημαίνει την πράξη της αποξήρανσης ή της αποθήκευσης κάποιου οργανικού υλικού (συνήθως ζωντανού οργανισμού) ώστε να διατηρεί το σχήμα και την εμφάνιση του. Χρησιμοποιείται συχνά στη ζωολογία, τη βοτανολογία και την ιατρική για τη διαδικασία διατήρησης πτωμάτων ή άλλων οργανικών ιστών.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση του "disecar" παρατηρείται κυρίως στον επιστημονικό ή ιατρικό λόγο, και η συχνότητά του είναι υψηλή στις σχετικές συζητήσεις τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο.
Ο γιατρός αποφάσισε να αποξηράνει το σώμα για να μελετήσει τα αίτια του θανάτου.
Es común disecar animales en clases de biología.
Είναι κοινό να αποξηραίνονται ζώα σε μαθήματα βιολογίας.
La técnica de disecar plantas permite su estudio durante más tiempo.
Στα Ισπανικά, η λέξη "disecar" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε εκφράσεις σχετικές με τη διαδικασία της ανάλυσης ή της διερεύνησης καταστάσεων. Ακολουθούν κάποιες σχετικές φράσεις:
Η αποξήρανση του θέματος μπορεί να αποκαλύψει κρυμμένες λεπτομέρειες.
Es hora de disecar nuestras estrategias para mejorar los resultados.
Ήρθε η ώρα να αναλύσουμε τις στρατηγικές μας για να βελτιώσουμε τα αποτελέσματα.
Disecar la situación actual es clave para tomar decisiones informadas.
Η λέξη "disecar" προέρχεται από την λατινική λέξη "disecare", που σημαίνει "να αποξηραίνω".
Συνώνυμα: - deshidratar (να αφαιρέσεις την υγρασία) - conservar (να διατηρήσεις)
Αντώνυμα: - hidratar (να ενυδατώσεις) - deteriorar (να καταστρέψεις)