Επίθετο
/dise.miˈna.ðo/
Η λέξη «diseminado» στα Ισπανικά σημαίνει ότι κάτι είναι διασκορπισμένο ή διασπαρμένο σε μια ευρεία περιοχή χωρίς συγκεκριμένη οργάνωση ή τάξη. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα για να περιγράψει ίσως την εξάπλωση μιας ασθένειας ή άλλων φαινομένων που δεν είναι συγκεντρωμένα. Η χρήση της είναι αρκετά κοινή σε γραπτές αναφορές, επιστημονικά άρθρα και προφορικές συζητήσεις που αφορούν το πεδίο της ιατρικής.
La enfermedad estaba diseminada por toda la región.
(Η ασθένεια ήταν διασκορπισμένη σε όλη την περιοχή.)
Los resultados de la investigación mostraron que el virus estaba diseminado entre la población.
(Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι ο ιός ήταν διασκορπισμένος ανάμεσα στον πληθυσμό.)
Η λέξη «diseminado» δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς. Εδώ είναι μερικές δημόσιες, σχετικές προτάσεις:
La evidencia fue diseminada por los medios de comunicación.
(Η απόδειξη διασκορπίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης.)
La información sobre el brote se diseminó rápidamente.
(Η πληροφορία σχετικά με την έξαρση διασκορπίστηκε γρήγορα.)
Los pensamientos diseminados en la conversación provocaron confusión.
(Οι διασκορπισμένες σκέψεις στη συζήτηση προκάλεσαν σύγχυση.)
Η λέξη «diseminado» προέρχεται από το ρήμα «diseminar», το οποίο είναι σύνθετο από τα λατινικά «disseminare», που σημαίνει «διασκορπίζω».
Συνώνυμα: - disperso - esparcido
Αντώνυμα: - concentrado - agrupado