Το "disentir" είναι ρήμα.
/di.seˈtin/
Η λέξη "disentir" σημαίνει να διαφωνείς ή να εκφράζεις αντίθεση με μια άποψη, μια γνώμη ή μια δηλωμένη κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την έλλειψη συμφωνίας με κάποιον ή με κάτι. Η χρήση του είναι συχνή και στις δύο μορφές λόγου, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί πιο έντονα σε γραπτό λόγο, όπως σε άρθρα, επιστολές ή νομικά κείμενα.
No puedo aceptar esa propuesta porque disentiría con la mayoría.
(Δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτή την πρόταση γιατί θα διαφωνούσα με την πλειοψηφία.)
Es importante disentir en una democracia para que todas las voces sean escuchadas.
(Είναι σημαντικό να διαφωνούμε σε μια δημοκρατία, ώστε όλες οι φωνές να ακούγονται.)
A veces, disentir es necesario para el progreso de una organización.
(Ορισμένες φορές, η διαφωνία είναι απαραίτητη για την πρόοδο ενός οργανισμού.)
Η λέξη "disentir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές από αυτές:
Disentir de la norma.
(Διαφωνώ με τον κανόνα.)
No temer a disentir.
(Δεν φοβάμαι να διαφωνήσω.)
Disentir con respeto.
(Διαφωνώ με σεβασμό.)
Es saludable disentir.
(Είναι υγιές να διαφωνείς.)
Disentir no significa enemistarse.
(Η διαφωνία δεν σημαίνει εχθρότητα.)
Η λέξη "disentir" προέρχεται από το λατινικό "dissensio" που σημαίνει "διαφωνία" ή "αντίθεση". Αποτελεί το σύνθετο της πρόθεσης "dis-" που υποδηλώνει απομάκρυνση και του ρήματος "sentir" που σημαίνει "να νιώθω" ή "να αισθάνομαι".
Συνώνυμα: - Discrepar - Oponerse - Diferir
Αντώνυμα: - Acordar (συμφωνώ) - Coincidir (συμφωνώ ή ταυτίζομαι)