Η λέξη "disfraz" είναι ουσιαστικό.
/dizˈfɾas/
Η λέξη "disfraz" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια στολή ή ενδυμασία που φοριέται συνήθως σε εκδηλώσεις όπως καρναβάλια, αποκριές, ή θεατρικές παραστάσεις. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με συχνότητα που ποικίλει ανάλογα με την εποχή (π.χ. η περίοδος των αποκριών).
Θέλω να φορέσω ένα κοστούμι σούπερ ήρωα για το πάρτι.
Los niños estaban muy emocionados con sus disfraces de Halloween.
Η λέξη "disfraz" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Ξεφορτώσου το κοστούμι. (Χρησιμοποιείται για να πει κάποιος να αποκαλύψει την αληθινή του ταυτότητα).
No todo lo que brilla es disfraz.
Δεν είναι όλα όσα λάμπουν στολή. (Υποδηλώνει ότι όχι όλα όσα φαίνονται είναι αυτό που είναι).
Estar disfrazado de algo que no eres.
Να είσαι ντυμένος με κάτι που δεν είσαι. (Σημαίνει να προσποιείσαι κάτι διαφορετικό από αυτό που είσαι).
Bajo el disfraz de la felicidad.
Κάτω από τη στολή της ευτυχίας. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που κρύβει την αληθινή του κατάσταση πίσω από μια ψεύτικη παρουσία).
Disfrazar la realidad.
Η λέξη "disfraz" προέρχεται από το ρήμα "disfrazar", που σημαίνει "Μεταμφιέζω", και έχει ρίζες από το λατινικό "disfarciare".
Συνώνυμα: - Vestimenta - Atuendo - Traje
Αντώνυμα: - Desnudez - Despojo
Αυτή είναι η συνολική ανάλυση της λέξης "disfraz" όπως ζητήθηκε.