Το "disfrazar" είναι ρήμα.
/ðis.fɾaˈθaɾ/
Η λέξη "disfrazar" σημαίνει να κρύψει ή να καλύψει την αληθινή μορφή ή κατάσταση κάποιου ή κάτι, συχνά χρησιμοποιούμενη για να αναφέρεται στη μεταμφίεση ή την αλλαγή της εμφάνισης. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τακτικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα ενδέχεται να είναι μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο λόγω των πολιτιστικών αναφορών και των παραδόσεων.
Θέλω να μεταμφιέσω τον γιο μου για το πάρτυ του Χάλοουιν.
Disfrazar la verdad no ayuda en nada.
Το να κρύβεις την αλήθεια δεν βοηθά σε τίποτα.
Ella se disfrazó de princesa para la obra de teatro.
Στα Ισπανικά, η λέξη "disfrazar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν την έννοια της απόκρυψης ή της παραπλάνησης.
Κρύβω την πραγματικότητα.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος προσπαθεί να παρουσιάσει μια ψευδή εικόνα της κατάστασης.)
No se puede disfrazar el problema.
Δε μπορείς να κρύψεις το πρόβλημα.
(Υπογραμμίζει ότι δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί ή να αγνοηθεί ένα πρόβλημα.)
Disfrazar el fracaso como un aprendizaje.
Να κρύβεις την αποτυχία ως μάθημα.
(Αυτή η έκφραση δείχνει την προσπάθεια να παρουσιαστεί μια αποτυχία με θετικό τρόπο.)
Es fácil disfrazar las intenciones.
Η προέλευση της λέξης "disfrazar" προέρχεται από το ισπανικό "disfraz", το οποίο σημαίνει μεταμφίεση ή στολή, με τη ρίζα "frase" που σχετίζεται με την εμφάνιση και την παρουσίαση.