Ρήμα
/dizfɾuˈtaɾ/
Η λέξη "disfrutar" σημαίνει να απολαμβάνεις κάτι ή να έχεις ευχάριστες εμπειρίες. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα Ισπανικά, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο. Η συχνότητα της χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ιδίως σε κοινωνικές και καθημερινές ρυθμίσεις.
Me gusta disfrutar de la música clásica.
(Μου αρέσει να απολαμβάνω την κλασική μουσική.)
Siempre disfruto cuando estoy de vacaciones.
(Πάντα διασκεδάζω όταν είμαι σε διακοπές.)
Ellos disfrutan de la comida deliciosa en el restaurante.
(Αυτοί απολαμβάνουν το νόστιμο φαγητό στο εστιατόριο.)
Η λέξη "disfrutar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Disfrutar a lo grande.
(Να απολαμβάνεις τα μέγιστα.)
Πηγαίνω σε αυτό το φεστιβάλ para disfrutar a lo grande.
(Πηγαίνω σε αυτό το φεστιβάλ για να απολαύσω τα μέγιστα.)
Disfrutar del momento.
(Να απολαμβάνεις τη στιγμή.)
Es importante disfrutar del momento presente.
(Είναι σημαντικό να απολαμβάνεις τη δεδομένη στιγμή.)
Disfrutar como un enano.
(Να απολαμβάνεις τρομερά.)
Los niños disfrutan como enanos en el parque.
(Τα παιδιά απολαμβάνουν τρομερά στο πάρκο.)
Disfrutar de la vida.
(Να απολαμβάνεις τη ζωή.)
Siempre trato de disfrutar de la vida al máximo.
(Πάντα προσπαθώ να απολαμβάνω τη ζωή στο έπακρο.)
Η λέξη "disfrutar" προέρχεται από το λατινικό "frui" που σημαίνει "ευχαριστώ" ή "απολαμβάνω", με το πρόθεμα "dis-" που προσθέτει μια έννοια ενίσχυσης.
Συνώνυμα: - gozar - deleitarse - disfrutar de
Αντώνυμα: - sufrir (να υποφέρει) - padecer (να υποστεί)