disgustado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disgustado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "disgustado" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /disɡusˈtaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Το "disgustado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει την κατάσταση ενός ατόμου που αισθάνεται δυσαρέσκεια, απογοήτευση ή αίσθηση ανικανοποίητου. Η λέξη εμφανίζεται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, με μικρές προτιμήσεις σε καθημερινές συζητήσεις. Είναι σχετικά συχνή στη χρήση, ειδικά σε περιβάλλοντα όπου τα συναισθήματα εκφράζονται άμεσα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. Él está muy disgustado por la noticia.
    (Είναι πολύ απογοητευμένος από τα νέα.)

  2. La reunión lo dejó disgustado con sus colegas.
    (Η συνάντηση τον άφησε δυστυχισμένο με τους συναδέλφους του.)

  3. Me siento disgustado por la falta de atención.
    (Νιώθω απογοητευμένος λόγω της έλλειψης προσοχής.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το "disgustado" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Estar disgustado como una ostra.
    (Να είσαι απογοητευμένος όπως μια στρείδια.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ αγανακτισμένος.

  2. Disgustado por la falta de respeto.
    (Απογοητευμένος από την έλλειψη σεβασμού.)
    Χρησιμοποιείται για να εκφράσει δυσφορία για την απουσία σεβασμού.

  3. Se quedó disgustado tras escuchar las críticas.
    (Έμεινε απογοητευμένος μετά από τις κριτικές που άκουσε.)
    Εδώ αναφέρεται ότι κάποιος λυπήθηκε λόγω αρνητικών σχολίων.

  4. No debes estar disgustado por los errores.
    (Δεν πρέπει να είσαι απογοητευμένος για τα λάθη.)
    Υποδεικνύει τη συμβουλή να μην τα παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά.

Ετυμολογία

Η λέξη "disgustado" προέρχεται από το ρήμα "disgustar", το οποίο σημαίνει "να προκαλεί δυσαρέσκεια". Το ρήμα αυτό είναι σύνθετο, με το πρόθεμα "dis-" που υποδηλώνει αρνητικότητα ή αντίθεση και το "gustar" που σημαίνει "να αρέσει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - descontento (δυσαρεστημένος) - insatisfecho (ανικανοποίητος)

Αντώνυμα: - satisfecho (ικανοποιημένος) - contento (ευχαριστημένος)



23-07-2024