Το "disgustado" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /disɡusˈtaðo/
Το "disgustado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει την κατάσταση ενός ατόμου που αισθάνεται δυσαρέσκεια, απογοήτευση ή αίσθηση ανικανοποίητου. Η λέξη εμφανίζεται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, με μικρές προτιμήσεις σε καθημερινές συζητήσεις. Είναι σχετικά συχνή στη χρήση, ειδικά σε περιβάλλοντα όπου τα συναισθήματα εκφράζονται άμεσα.
Él está muy disgustado por la noticia.
(Είναι πολύ απογοητευμένος από τα νέα.)
La reunión lo dejó disgustado con sus colegas.
(Η συνάντηση τον άφησε δυστυχισμένο με τους συναδέλφους του.)
Me siento disgustado por la falta de atención.
(Νιώθω απογοητευμένος λόγω της έλλειψης προσοχής.)
Το "disgustado" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Estar disgustado como una ostra.
(Να είσαι απογοητευμένος όπως μια στρείδια.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ αγανακτισμένος.
Disgustado por la falta de respeto.
(Απογοητευμένος από την έλλειψη σεβασμού.)
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει δυσφορία για την απουσία σεβασμού.
Se quedó disgustado tras escuchar las críticas.
(Έμεινε απογοητευμένος μετά από τις κριτικές που άκουσε.)
Εδώ αναφέρεται ότι κάποιος λυπήθηκε λόγω αρνητικών σχολίων.
No debes estar disgustado por los errores.
(Δεν πρέπει να είσαι απογοητευμένος για τα λάθη.)
Υποδεικνύει τη συμβουλή να μην τα παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά.
Η λέξη "disgustado" προέρχεται από το ρήμα "disgustar", το οποίο σημαίνει "να προκαλεί δυσαρέσκεια". Το ρήμα αυτό είναι σύνθετο, με το πρόθεμα "dis-" που υποδηλώνει αρνητικότητα ή αντίθεση και το "gustar" που σημαίνει "να αρέσει".
Συνώνυμα: - descontento (δυσαρεστημένος) - insatisfecho (ανικανοποίητος)
Αντώνυμα: - satisfecho (ικανοποιημένος) - contento (ευχαριστημένος)