Το "disgustarse" είναι ρήμα.
/dizɡusˈtaɾse/
Η λέξη "disgustarse" αναφέρεται στη διαδικασία του να νιώθεις δυσαρέσκεια ή απογοήτευση για κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό αλλά και γραπτό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένο στις προφορικές συνομιλίες μεταξύ φίλων και familiares.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Español: Me disgusté mucho cuando vi la noticia.
Ελληνικά: Ενοχλήθηκα πολύ όταν είδα την είδηση.
Español: No te disgustes por lo que dijeron, no vale la pena.
Ελληνικά: Μην απογοητεύεσαι για όσα είπαν, δεν αξίζει τον κόπο.
Español: Ella se disgustó al enterarse de la verdad.
Ελληνικά: Αυτή απογοητεύθηκε όταν έμαθε την αλήθεια.
Η λέξη "disgustarse" συνήθως χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Español: No hay que disgustarse por las pequeñas cosas.
Ελληνικά: Δεν χρειάζεται να ενοχλείσαι για τα μικρά πράγματα.
Español: Disgustarse por la pérdida es normal, pero hay que seguir adelante.
Ελληνικά: Είναι φυσιολογικό να δυσαρεστείσαι για την απώλεια, αλλά πρέπει να προχωρήσεις.
Español: Me disgusté tanto que no pude dormir anoche.
Ελληνικά: Ενοχλήθηκα τόσο πολύ που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ χτες το βράδυ.
Español: No quiero disgustarte, pero tengo que decirte la verdad.
Ελληνικά: Δεν θέλω να σε ενοχλήσω, αλλά πρέπει να σου πω την αλήθεια.
Η λέξη "disgustarse" προέρχεται από το λατινικό "disgustare", που σημαίνει "να γίνεις δυσάρεστος" ή "να προκαλέσεις δυσαρεσκία".
desagradar (να δυσαρεστήσει)
Αντώνυμα: