Το "disiparse" είναι ρήμα.
[sɪsiˈpaɾse]
Το "disiparse" σημαίνει τη διαδικασία κατά την οποία κάτι διαλύεται ή διασκορπίζεται, συνήθως αναφερόμενο σε φυσικά φαινόμενα, όπως καπνός, ξαφνικές σκέψεις, ή ακόμα και συγκεντρωμένα συναισθήματα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα και προφορικές συζητήσεις, με γενικά υψηλή συχνότητα χρήσης.
Después de la tormenta, las nubes se disiparon rápidamente.
(Μετά από την καταιγίδα, τα σύννεφα διαλύθηκαν γρήγορα.)
Sus dudas se disiparon cuando escuchó la explicación.
(Οι αμφιβολίες του διαλύθηκαν όταν άκουσε την εξήγηση.)
Η λέξη "disiparse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Al dejar de pensar en el problema, sus preocupaciones simplemente se disiparon.
(Αφού σταμάτησε να σκέφτεται το πρόβλημα, οι ανησυχίες του απλά διαλύθηκαν.)
Con cada rayo de sol, la niebla se disipaba poco a poco.
(Με κάθε ακτίνα ήλιου, η ομίχλη διαλυόταν σιγά σιγά.)
Cuando habló con sus amigos, la tristeza que sentía se disipó.
(Όταν μίλησε με τους φίλους του, η θλίψη που ένιωθε διαλύθηκε.)
Tras la meditación, sus preocupaciones se disiparon en el aire.
(Μετά τον διαλογισμό, οι ανησυχίες του διαλύθηκαν στον αέρα.)
Το ρήμα "disiparse" προέρχεται από το λατινικό "dissipare," το οποίο προέρχεται από το "dis-" που σημαίνει "μακριά" και "supare" που σημαίνει "να ρίχνω" ή "να σκορπίζω."