Το "dislocar" είναι ρήμα.
[dislo'kaɾ]
Η λέξη "dislocar" αναφέρεται στη διαδικασία που οδηγεί στην απομάκρυνση ή τη μετατόπιση από τη θέση μιας δομής ή ενός μέρους του σώματος. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην ιατρική (για να δηλώσει την εξάρθρωση ενός μέλους) και στον στρατιωτικό τομέα (για να δηλώσει την στρατηγική μεταφορά στρατευμάτων).
Οι συχνότητες χρήσης του "dislocar" τείνουν να είναι υψηλότερες στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται ιατρικά ή στρατηγικά θέματα.
El médico tuvo que dislocar la articulación para aliviar el dolor.
Ο γιατρός έπρεπε να μετατοπίσει την άρθρωση για να ανακουφίσει τον πόνο.
Las fuerzas armadas decidieron dislocar sus tropas en la frontera.
Οι ένοπλες δυνάμεις αποφάσισαν να μετατοπίσουν τα στρατεύματα τους στα σύνορα.
Η λέξη "dislocar" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να περιγραφεί η γενικότερη έννοια της απομάκρυνσης ή της εκτόπισης σε διάφορα συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
La crisis dislocó la economía del país.
Η κρίση εκτόπισε την οικονομία της χώρας.
Un acontecimiento inesperado dislocó los planes del evento.
Ένα αναπάντεχο γεγονός αποσυνέδεσε τα σχέδια του γεγονότος.
La mudanza dislocó completamente la rutina familiar.
Η μετακόμιση αποσύνδεσε εντελώς τη οικογενειακή ρουτίνα.
Η λέξη "dislocar" προέρχεται από το λατινικό "dislocare", το οποίο είναι σύνθεση του "dis-" (σημαίνει «από» ή «μακριά») και "locare" (σημαίνει «τοποθετώ»).
Συνώνυμα:
- mover
- trasladar
- desubicar
Αντώνυμα:
- colocar
- fijar
- establecer
Αυτή η παρουσίαση καλύπτει τη λέξη "dislocar", την ειδοποιεί για τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά, και παρέχει παραδείγματα και ερμηνείες που δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της έννοιας και των εφαρμογών της.