disminuir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disminuir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "disminuir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[dis.miˈnu.iɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Το "disminuir" σημαίνει να κάνεις κάτι μικρότερο ή λιγότερο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των οικονομικών, νομικών και γενικών συμφραζομένων. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, με την εμφάνιση του να είναι περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Es importante disminuir los costos de producción."
    "Είναι σημαντικό να μειωθούν οι παραγωγικοί κόστος."

  2. "La empresa decide disminuir el número de empleados."
    "Η επιχείρηση αποφασίζει να μειώσει τον αριθμό των υπαλλήλων."

  3. "El objetivo es disminuir el impacto ambiental."
    "Ο στόχος είναι να μειωθεί η περιβαλλοντική επίπτωση."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "disminuir" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:

  1. "Disminuir la velocidad."
    "Μειώνω την ταχύτητα."

  2. "Disminuir la tensión."
    "Μειώνω την ένταση."

  3. "Es necesario disminuir el consumo de energía."
    "Είναι απαραίτητο να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας."

  4. "Queremos disminuir el daño causado."
    "Θέλουμε να μειώσουμε τη ζημιά που προκλήθηκε."

  5. "Disminuir el riesgo financiero."
    "Μειώνω τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο."

  6. "El nuevo plan busca disminuir las desigualdades."
    "Το νέο σχέδιο αποσκοπεί στη μείωση των ανισοτήτων."

Ετυμολογία

Η λέξη "disminuir" προέρχεται από τη λατινική λέξη "disminuere," που σημαίνει "να κάνουν μικρότερο." Συντίθεται από το πρόθημα "dis-" που υποδηλώνει διαχωρισμό ή μείωση και τη ρίζα "minuere," που σημαίνει "να μειώνω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024