disolvente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

disolvente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "disolvente" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo) και χρησιμοποιείται επίσης ως επίθετο (adjetivo) στη γλώσσα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "disolvente" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /disolˈβente/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Στα Ελληνικά, η λέξη "disolvente" μεταφράζεται ως: - Διαλύτης

Σημασία της λέξης

Ο όρος "disolvente" αναφέρεται σε μια ουσία που έχει την ικανότητα να διαλύει άλλη ουσία για να σχηματίσει ένα ομοιογενές μείγμα, γνωστό ως διάλυμα. Είναι σχετικός με τη χημεία και τη φαρμακευτική, και χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε εργαστήρια και πρώτες ύλες.

Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο. Αφορά κυρίως τεχνικούς ή επιστημονικούς τομείς.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El disolvente se utiliza para limpiar los componentes electrónicos.
    (Ο διαλύτης χρησιμοποιείται για να καθαρίσει τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα.)

  2. Es importante elegir el disolvente adecuado para la reacción química.
    (Είναι σημαντικό να επιλέξετε τον κατάλληλο διαλύτη για τη χημική αντίδραση.)

  3. El disolvente se evapora rápidamente en condiciones de calor.
    (Ο διαλύτης εξατμίζεται γρήγορα σε συνθήκες θερμότητας.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "disolvente" χρησιμοποιείται πιο περιορισμένα σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερους τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς, όπως οι παρακάτω προτάσεις:

  1. El uso del disolvente adecuado puede marcar la diferencia en la calidad del producto final.
    (Η χρήση του κατάλληλου διαλύτη μπορεί να κάνει τη διαφορά στην ποιότητα του τελικού προϊόντος.)

  2. Cuando se trabaja con pinturas, el disolvente es esencial para la mezcla correcta.
    (Όταν εργάζεστε με χρώματα, ο διαλύτης είναι απαραίτητος για τη σωστή ανάμιξη.)

  3. En la industria farmacéutica, el disolvente debe ser de alta pureza.
    (Στη φαρμακευτική βιομηχανία, ο διαλύτης πρέπει να είναι υψηλής καθαρότητας.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "disolvente" προέρχεται από το ρήμα "disolver", που σημαίνει "διαλύω" προερχόμενο από τη λατινική λέξη "dissolvere", που υποδηλώνει τη διαδικασία διάλυσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "disolvente" στο πλαίσιο της ιατρικής και της χημείας.



23-07-2024