Το "disolver" είναι ρήμα.
/diˈsol.βeɾ/
Η λέξη "disolver" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να διαλύεις μία ουσία σε άλλη, να για να αποσυνενώνεις ή να εξαλείφεις έναν οργανισμό ή μία κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά, νομικά ή ιατρικά πλαίσια.
Η λέξη "disolver" είναι αρκετά συχνή στη γλώσσα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά και επιστημονικά κείμενα.
Είναι απαραίτητο να διαλύσεις τη ζάχαρη στο ζεστό νερό.
El juez decidió disolver la asociación por irregularidades.
Ο δικαστής αποφάσισε να διαλύσει την ένωση λόγω ατασθαλιών.
El doctor me recomendó disolver el medicamento en agua antes de tomarlo.
Η λέξη "disolver" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Εξαφάνιση των εντάσεων μπορεί να είναι χρήσιμη για τη διαχείριση συγκρούσεων.
Disolver un contrato
Χρησιμοποιείται σε νομικά πλαίσια για την ακύρωση μιας συμφωνίας.
Disolver el miedo
Αναφέρεται στο να ξεπερνά κάποιος τις φοβίες του.
Disolver las diferencias
Η λέξη "disolver" προέρχεται από το Λατινικό "dissolvere", το οποίο σημαίνει "διαλύω" ή "αποσυνθέτω". Αποτελείται από το πρόθεμα "dis-" που υποδηλώνει διαχωρισμό και το ρήμα "solvere", που σημαίνει "λύω".
Συνώνυμα: - disolverse (δηλαδή, "διαλύομαι") - eliminar (εξαλείφω)
Αντώνυμα: - unir (ενώνω) - consolidar (σταθεροποιώ)