Adjetivo (Επίθετο)
/disˈpaɾ/
Η λέξη "dispar" στα Ισπανικά σημαίνει ότι κάτι είναι διαφορετικό ή ασύμβατο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πράγματα ή άτομα που δεν έχουν ομοιότητες ή που εμφανίζουν διαφορές. Στη γλώσσα των ιατρικών και των γενικών συζητήσεων, μπορεί να αναφέρεται σε διακυμάνσεις ή διαφορές, όπως π.χ. τα αποτελέσματα εξετάσεων που διαφέρουν.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στις δύο μορφές λόγου, αλλά μπορεί να εμφανίζεται λίγο περισσότερο στο γραπτό κείμενο, όπως σε φιλόλογες ή επιστημονικές περιγραφές.
Οι απόψεις σχετικά με το θέμα είναι διαφορετικές.
El tratamiento mostró resultados dispares en los pacientes.
Η λέξη "dispar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να καταδείξει τη διαφοροποίηση ή την απουσία συνοχής.
Έχουν διαφορετικά στυλ στη μόδα.
Sus personalidades son tan dispares que a veces chocan.
Οι προσωπικότητές τους είναι τόσο διαφορετικές που μερικές φορές συγκρούονται.
Los resultados de la encuesta fueron dispares a lo esperado.
Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν διαφορετικά από τα αναμενόμενα.
Las metas de los dos equipos son dispares y eso complica la colaboración.
Η λέξη "dispar" προέρχεται από το λατινικό "disparis", το οποίο σημαίνει "διαφορετικός" ή "αταίριαστος".
Συνώνυμα: - Diferente - Heterogéneo
Αντώνυμα: - Similar - Homogéneo
Αυτές οι πληροφορίες συνοψίζουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "dispar" στην ισπανική γλώσσα.