Ρήμα
/disp̺aˈɾaɾ/
Η λέξη "disparar" στα Ισπανικά σημαίνει "να πυροβολώ" ή "να εκτοξεύω". Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που αφορούν στρατιωτικά ή αστυνομικά θέματα, καθώς και για την περιγραφή της βίαιης πράξης της εκτόξευσης ενός πυρός προς ένα στόχο. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά συμφραζόμενα, αλλά και σε καθημερινή γλώσσα όταν αναφέρεται σε όπλα ή αθλητικά όπλα.
Η λέξη "disparar" είναι σχετικά συχνή και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο. Σε αυτό το πλαίσιο, συναντάται σε ειδήσεις, νομικά κείμενα και κείμενα που αφορούν την ασφάλεια και τη στρατηγική.
El soldado tuvo que disparar para defender su posición.
(Ο στρατιώτης έπρεπε να πυροβολήσει για να υπερασπιστεί τη θέση του.)
Es ilegal disparar armas en áreas residenciales.
(Είναι παράνομο να πυροβολεί κανείς όπλα σε κατοικημένες περιοχές.)
El atleta tiene que disparar la flecha con precisión.
(Ο αθλητής πρέπει να εκτοξεύει το βέλος με ακρίβεια.)
Η λέξη "disparar" συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Disparar a la luna
(Πυροβολώ στη σελήνη) - Εννοεί να στοχεύω σε κάτι σχεδόν αδύνατο ή υπερβολικά φιλόδοξο.
El proyecto parece disparar a la luna, pero vale la pena intentarlo.
(Το έργο φαίνεται να πυροβολεί στη σελήνη, αλλά αξίζει να το δοκιμάσουμε.)
Disparar por las nubes
(Πυροβολώ στα σύννεφα) - Αναφέρεται σε κάτι που έχει υπέρμετρα υψηλές προσδοκίες ή τιμές.
Los precios de los alimentos están disparando por las nubes.
(Οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν στα σύννεφα.)
Disparar un tiro (disparar un mensaje)
(Πυροβολώ ένα μήνυμα) - Σημαίνει να στείλετε μια σαφή ή άμεση επικοινωνία.
Siempre que hay un problema, es mejor disparar un tiro y hablar con el jefe.
(Κάθε φορά που υπάρχει πρόβλημα, είναι καλύτερα να πυροβολήσετε ένα μήνυμα και να μιλήσετε με τον προϊστάμενο.)
Η λέξη "disparar" προέρχεται από το λατινικό "disparare", που σημαίνει "να απελευθερώσεις" ή "να εκτοξεύσεις". Πηγάζει από τον συνδυασμό του προθέτου "dis-" (διά) και του ρήματος "parare" (να προετοιμάσω, να σταθώ).
Συνώνυμα: - Disparar (να εκτοξεύω) - Lanzar (να ρίχνω)
Αντώνυμα: - Detener (να σταματώ) - Frenar (να φρενάρω)