Το "disparatar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "disparatar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /dis.pa.ɾaˈtaɾ/
Το "disparatar" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - να μιλήσει ασυναρτησίες - να λέει βλακείες - να παραλογίζεται
Η λέξη "disparatar" αναφέρεται στη δράση του να λέει κανείς ή να κάνει πράγματα που δεν έχουν νόημα, είναι παράλογα ή ασυνάρτητα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που λέει ανοησίες ή που φέρεται με παράξενο τρόπο. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
"Όταν έχασε το παιχνίδι, άρχισε να μιλάει ασυναρτησίες για συνωμοσίες."
"No hagas caso a lo que dice, solo está disparatando."
"Μη δίνεις σημασία σε ό,τι λέει, απλώς λέει βλακείες."
"Es habitual que en las reuniones familiares, mi tío empiece a disparatar."
Η λέξη "disparatar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως για να περιγράψει καταστάσεις ή συμπεριφορές που φαίνονται περίεργες ή παράλογες.
"Δεν καταλαβαίνω γιατί λες ασυναρτησίες αντί να μιλήσεις λογικά."
"A veces me pregunto si está disparatando o es que está serio."
"Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν λέει βλακείες ή αν είναι σοβαρός."
"Después de aquella noticia, empezó a disparatar sin parar."
"Μετά από εκείνη την είδηση, άρχισε να παραλογίζεται χωρίς σταματημό."
"Las teorías que presenta son solo disparates."
"Οι θεωρίες που παρουσιάζει είναι απλώς ανοησίες."
"Siempre que toma café, dispara y dispara, no para de hablar."
Η λέξη "disparatar" προέρχεται από το πρόθεμα "dis-" (που υποδηλώνει διαχωρισμό ή αντίθετο) και το "paratar" (που μπορεί να εγγυάται τη λογική ή την ισορροπία). Η έννοια που ενσωματώνει δηλώνει μια απομάκρυνση από τη λογική ή τη σειρά.
Συνώνυμα: - Desvariar - Decir tonterías - Perder el juicio
Αντώνυμα: - Razonar - Hablar con sentido - Actuar con coherencia