Το "disparate" είναι επίθετο.
/fis.pa.ɾa.te/
Η λέξη "disparate" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που είναι παράλογο ή ανόητο. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι σχετικά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε καταστάσεις όπου οι ενέργειες ή οι ιδέες ενός ατόμου φαίνονται λογικά ασύνδετες ή γελοίες.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. Su comentario fue un disparate.
(Το σχόλιό του ήταν ένα παράλογο.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "disparate" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να προτρέψει κάποιον να είναι λογικός και να μην ενεργεί ανόητα.
Decir disparates.
(Να λες ανοησίες.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που εκφέρει παράλογες ή ανακριβείς απόψεις.
Hacer un disparate.
(Να κάνεις ένα γελοίο πράγμα.)
Για να περιγράψει έναν τρόπο δράσης που είναι ανόητος ή αφελής.
No me vengas con disparates.
(Μην έρχεσαι σε μένα με ανοησίες.)
Η λέξη "disparate" προέρχεται από το λατινικό "disparatus", που σημαίνει "διαφορετικός" ή "ασύμμετρος". Το "disparatus" συνδυάζει το "dis-" (που υποδηλώνει διάσπαση ή διαφορά) και το "parare" (που σημαίνει "να προετοιμάσω").
Συνώνυμα: - irracional - loco - absurdo
Αντώνυμα: - sensato - razonable - lógico