Η λέξη "disparidad" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /dis.pa.ɾiˈðad/
Η λέξη "disparidad" αναφέρεται σε κατάσταση όπου υπάρχει ανισότητα ή διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά και οικονομικά συμφραζόμενα για να περιγράψει ανισότητες, όπως αυτές που υπάρχουν στο εισόδημα ή στη μόρφωση. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε επαγγελματικά και επιστημονικά κείμενα.
Η ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα.
Se están llevando a cabo estudios para medir la disparidad en el acceso a la educación.
Γίνονται μελέτες για την εκτίμηση της ανισότητας στην πρόσβαση στην εκπαίδευση.
La disparidad de ingresos afecta a la calidad de vida de muchas personas.
Η λέξη "disparidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Υπάρχει μια προφανής ανισότητα στις οικονομικές πολιτικές της χώρας.
La disparidad de género sigue siendo un tema candente en la sociedad.
Η ανισότητα φύλου παραμένει ένα επίκαιρο θέμα στην κοινωνία.
Se observó una disparidad notable en la distribución de recursos.
Παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη ανισότητα στη διανομή των πόρων.
La disparidad en la atención médica es un desafío a superar.
Η ανισότητα στην ιατρική φροντίδα είναι μια πρόκληση προς επίλυση.
Existen disparidades en el acceso a la tecnología entre distintas regiones.
Η λέξη "disparidad" προέρχεται από το λατινικό "disparitas", που σημαίνει "διαφορετικότητα" ή "ανισότητα". Το "disparis" από τη ρίζα "dispar", που σημαίνει "διαφορετικός".
Συνώνυμα: - desigualdad (ανισότητα) - diferencia (διαφορά)
Αντώνυμα: - igualdad (ισότητα) - paridad (ομοιότητα)