Η λέξη "dispensa" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [disˈpensa]
Η λέξη "dispensa" στα Ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε μια μορφή απαλλαγής από την τήρηση κανονισμών ή υποχρεώσεων. Χρησιμοποιείται τόσο σε νομικό όσο και σε γενικό πλαίσιο, ειδικά όταν αφορά εξαιρέσεις ή παροχές που μπορεί να δοθούν σε άτομα ή ομάδες.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, με κοινή παρουσία σε γραπτό κείμενο σε νομικά έγγραφα ή ακαδημαϊκούς τίτλους, ενώ χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
Él pidió una dispensa para no asistir a clase.
(Ζήτησε μια απαλλαγή για να μην παραστεί στο μάθημα.)
La universidad otorgó una dispensa a los estudiantes por el examen.
(Το πανεπιστήμιο χορήγησε απαλλαγή στους φοιτητές για την εξέταση.)
Necesitamos una dispensa para continuar el proyecto.
(Χρειαζόμαστε μια απαλλαγή για να συνεχίσουμε το έργο.)
Η λέξη "dispensa" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσιμες φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη, όπως:
Dar una dispensa
(Χορηγώ απαλλαγή)
El profesor decidió dar una dispensa a sus alumnos por su esfuerzo.
(Ο καθηγητής αποφάσισε να δώσει απαλλαγή στους μαθητές του για την προσπάθειά τους.)
Dispensa de pagos
(Απαλλαγή πληρωμών)
La organización ofrece una dispensa de pagos a los voluntarios.
(Ο οργανισμός προσφέρει απαλλαγή πληρωμών στους εθελοντές.)
Solicitar una dispensa
(Ζητώ μια απαλλαγή)
Es necesario solicitar una dispensa si no puedes asistir al evento.
(Είναι απαραίτητο να ζητήσεις απαλλαγή αν δεν μπορείς να παραστείς στο γεγονός.)
Η λέξη "dispensa" προέρχεται από το λατινικό "dispensa", το οποίο σημαίνει "διανομή" ή "παροχή". Στη συνέχεια, πέρασε στα Ισπανικά με την ίδια ή παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - exención (εξαίρεση) - excepción (εξαίρεση)
Αντώνυμα: - obligación (υποχρέωση) - carga (βάρος)